Να που αναδύεται μια ακόμα στήλη, χωρίς να την είχα προγραμματίσει...."Κείμενα φίλων" λοιπόν το όνομα αυτής και δεν την γράφω εγώ, αλλά εσείς οι ίδιοι.....
Τ’ αστέρια φέγγουν ψηλά, ο ουρανός πεντακάθαρος, η θάλασσα στέλνει μυρωδιά από ιώδιο, έρχεται καλοκαίρι, ένας γρύλος τραγουδάει, νιώθει υγρά τα μάτια, πέρα μακριά ένα καράβι μόλις που φαίνεται, τα φώτα του λάμπουν μικρά δάκρια, αύριο κι αυτός θα ταξιδεύει, δεν θα δει τα νερά να σκίζονται, δεν θα νιώθει τη δροσιά της Αδριατικής, ούτε τον παφλασμό των κυμάτων θα δει, μα αύριο κι αυτός θα ταξιδεύει. Το χέρι του συντρόφου του στον ώμο του τον τρομάζει.
«Θα έρθεις» τον ρωτάει, κάνει όχι με το κεφάλι. Απόψε δεν θέλει να πάει, δεν χρειάζεται χρήματα πιά,να φάει δεν θέλει, μόνο να θυμηθεί, να διαγράψει ότι πονάει και να ονειρευτεί.Κάνει με το κεφάλι «Όχι», ο άλλος κάτι λέει, απομακρύνεται.
Σαν ν’ άλλαξε γνώμη, σηκώνεται, η καρδιά του σπαρταράει για ένα χέρι στο κορμί του, ένα χάδι, ένα φιλί σαν αποχαιρετισμό, την μάνα του θυμάται να τον αγκαλιάζει αδάκρυτη.
«Μια καλύτερη ζωή» εύχεται,αυτός κατηφορίζει,κυλάει λες στο δρόμο, κλαίει, γυρνάει πίσω για να πάρει δύναμη από την εικόνα της. Όρθια του γνέφει.
«Στο καλό,μια καλύτερη ζωή!»
Κάνει κι άλλα βήματα,εκατό μέτρα,πεντακόσια,χίλια,γυρνάει,
«Στο καλό» του γνέφει, τα μάτια του θολά,νομίζει πως την βλέπει να πέφτει,μπα! Ιδέα του θα’ ναι, μάλλον τον μικρό του αδερφό απίθωσε κάτω, μπροστά του η θάλασσα, οι άλλοι είναι κιόλα στη βάρκα.
«Γρήγορα» κάποιος φωνάζει, τρέχει, τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί,μπαίνει στη βάρκα ,ο ένας πάνω στον άλλο,γέρνει η βάρκα ,ακουμπάει σ’ έναν ώμο ξένο, κλαίει ,πικρά δάκρια, κάποιος τον σκουντάει.
«Τα λεφτά! Τώρα!»
Βγάζει από ένα πάνινο σακουλάκι κρεμασμένο απ’ το λαιμό του με σκοινί από χορτάρι τα λεφτά.
«Πεντακόσια ,πάρε».
Τ’ άλλα είναι κρυμμένα μέσα στο εσώρουχο του. Κλαίει για τις κατσίκες που πούλησαν και το όπλο του πατέρα.
«Όχι το όπλο ,μάνα, δεν έχω τίποτ’ άλλο απ’ το πατέρα» παρακαλούσε, μα εκείνη δεν άκουγε και το ‘δωσαν γι’ αυτά τα λεφτά, για να φύγει αυτός. Μια καλύτερη ζωή αυτός, με τα λεφτά που θα ζούσαν όλοι μαζί για μήνες. Αυτός μια καλύτερη ζωή, κι οι άλλοι; τι ζωή θα ζουν; Κοιμάται από μια λύπη βαθιά που τον κουράζει, κοιμάται και ξυπνάει γύρω θάλασσα ,κύματα βουνά, διψάει και φοβάται.
Ένας τραγουδάει για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό -ή χωρίς επιστροφή, δεν θυμάται- σφίγγεται η καρδιά του, ο διπλανός του κάνει εμετό, όπως ανασηκώνεται ο εμετός πέφτει πάνω τους. Κρυώνει και διψάει, αυτός με τη βάρκα βλαστημά, κλείνει τα μάτια του, παίρνει με τη χούφτα του νερό θαλασσινό ,κάνει να πιει το φτύνει, είναι αρμυρό.
Το κεφάλι του γυρίζει, κοιμάται, ξυπνάει από ένα χέρι που του τραβάει το σχοινί απ’ το λαιμό, νιώθει αδύναμος ν’ αντιδράσει, ο άλλος τραβάει με δύναμη, σκύβει και του δαγκώνει το χέρι, είναι εξαντλημένος μα δεν κοιμάται. Ο ήλιος γέρνει κι απέναντι στεριές, ένα νησί,
«Αν δεν πάρω όλα τα λεφτά σας, δεν βγαίνετε ζωντανοί στη στεριά»,
Όλοι γίνονται μια γροθιά, φοβούνται αλλά το άδικο τους ενώνει, κάποιοι σηκώνονται κι η βάρκα γέρνει.
«Κάτω και θα πνιγούμε βρωμιάρηδες» φωνάζει αυτός με τη βάρκα. Όλοι σηκώνονται, είναι απελπισμένοι, κουρασμένοι, σαν να μετάνιωσαν γι’ αυτό το ταξίδι. Ένα μωρό κλαίει, τρείς μέρες κλαίει, διψάει, πεινάει, ο πατέρας του τού δίνει να μασάει φύλλα που τα κρατάει δροσερά βυθίζοντάς τα στη θάλασσα κάθε τόσο σ’ όλο το ταξίδι.
Η νύχτα πέφτει, όπου να’ ναι φτάνουν, λίγο ακόμα. Αυτός με τη βάρκα δεν ξανάκανε λόγο για λεφτά, κάτι γυαλίζει στο βλέμμα του.
Σε λίγο φτάνουν, έτσι να κάνει λες και θ’ αγγίξει τα βράχια στην απέναντι ακτή. Κάποιος είναι απέναντι και αναβοσβήνει ένα φακό, αναδεύονται όλοι φοβισμένοι, αυτός με τη βάρκα πετάει τα σκοινιά, όλοι αναθαρρεύουν, το μωρό πια δεν κλαίει, ίσως αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του.
Κατεβαίνουν, είναι πιασμένοι, τα γόνατά τους τρέμουν χωρίς να τους βαστάνε, τα κόκαλά τους πονάνε από την υγρασία, κάθονται χάμω, αυτός με το φακό παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του, εκείνο ξυπνάει κι αρχίζει να κλαίει.
«Τα λεφτά σας όλοι!»
Μια πιστολιά πέφτει, αυτός με τη βάρκα έχει όπλο, παγώνουν όλοι, τα μάτια του γεμίζουν δάκρια.
«Μια καλύτερη ζωή παιδί μου εσύ»
Κλαίει.
«Τα λεφτά σας» φωνάζει αυτός με τη βάρκα «Αν δεν τα δώσετε θα το πετάξουμε το μπάσταρδο στη θάλασσα, κανείς δεν ξέρει κολύμπι για να το σώσει!»
Αυτός με το φακό πάει προς τη βάρκα κρατώντας το μωρό, εκείνο κλαίει δυνατά, ο πατέρας τινάζεται να το πάρει πίσω.
«Μην κάνεις βήμα, τα λεφτά πρώτα»
Ένα βήμα κι άλλο ένα, κι άλλο, τρέχει να το πάρει, είναι μακριά η βάρκα, δεν έχει δυνάμεις, ταλαντεύεται να πέσει ,μα όχι, τρέχει τώρα, ένας κρότος, μια λάμψη, διπλώνεται στα δύο, το μωρό κλαίει, απλώνει τα χέρια να το πάρει αγκαλιά, πέφτει στα γόνατα, αίμα τρέχει στο στήθος του, πέφτει, το πρόσωπό του στο νερό, σπαρταράει μια δυο φορές, μένει ακίνητος.
«Αυτό το μπάσταρδο τι να το κάνετε πια, μόνο βάρος θα σας είναι»
Γελάει αυτός που κρατούσε το φακό, σηκώνει τα χέρια ψηλά και το πετάει στη θάλασσα. Σε λίγο το κορμάκι του πλέει ,ξεχωρίζει το άσπρο του πουκαμισάκι.
Πού θα το βγάλει άραγε η θάλασσα; Θα γίνει η ψυχή του άγγελος ή θα την κλέψουν τα στοιχειά της;
Όλοι αφήνουν τα λεφτά τους στην άμμο, βγάζει κι αυτός το σακουλάκι απ’ το λαιμό του, μέσα μια φωτογραφία με την οικογένειά του και τα χαρτιά του. Τώρα δεν έχει τίποτα πιά, είναι κανένας.
Αυτός με το φακό μαζεύει ότι άφησαν στην άμμο, μπαίνει ξανά στη βάρκα, νύχτα μ’ ένα χλωμό φεγγάρι και σύννεφα.
Σε λίγο δεν ξεχωρίζει τίποτα, η θάλασσα λες και την κατάπιε χάθηκε η βάρκα απ’ τα μάτια του,
μαζί και δυο ψυχές. Ένας αρχίζει ένα τραγούδι του θανάτου, το κλάμα τους καλύπτει το βουητό της θάλασσας, χοντρές σταγόνες πέφτουν, δεν είναι ο αφρός των κυμάτων, βροχή άρχισε.
Τώρα μόνο η βροχή και το μοιρολόι. Ένας ένας γέρνουν σαν τσακισμένα κλαριά ,γέρνει κι αυτός. Ύπνος θάνατος είναι ο δικός τους, έτσι σχεδόν νεκρούς να κοιμούνται κάτω απ’ τη βροχή τους βρήκαν οι Αρχές. Έφτασαν πια, έτσι άκουσε να λένε. Το νησί Χίος το λένε.
Περικλής Γρίβας