Με μικρή καθυστέρηση, δημοσίευω το νέο κείμενο του Περικλή Γρίβα που μπορώ με καμάρι να ονομάζω "φίλο" μου! Μια καταπληκτική ιστορία, γεμάτη ανθρωπιά που με συγκίνησε πολύ, όπως είμαι σίγουρη ότι θα συγκινήσει και σας. Περιμένω (και εγώ και ο Περικλής) τα σχόλιά σας και τις εντυπώσεις σας. Φίλε μου...μόνο ευχαριστώ μπορώ να πω που μοιράζεσαι μαζί μας....τόση ψυχή....
TODORA
Harold!(μεταξύ μας φώναζε ο ένας τον άλλο Harold και Edward)
-Λέγε ρε, τι είδες πάλι?
Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν ήδη επιβιβαστεί, το πλοίο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Ήμασταν ήδη κουρασμένοι, όχι μόνο από την ένταση της δουλειάς, αλλά και από το συναίσθημα που γεννά η εικόνα των άλλων που πάνε διακοπές, ενώ εσύ δεν το μπορείς, κι ας το θέλεις τόσο πολύ.
Ήταν μια μάλλον κοντή γυναίκα, παχουλή, όχι με το πάχος της καλοπέρασης, αλλά μ’ αυτό που αποκτά κανείς όταν η κύρια τροφή του είναι ψωμί.
Τα μαλλιά της κοντά, γκρίζα σχεδόν λευκά, έσφιγγε μηχανικά τα χέρια, μια βέρα λεπτή, ψεύτικο χρυσάφι, σφηνωμένη λες στο δάκτυλό της. Χέρια τραχιά ,δουλεμένα πολύ. Μάτια μαύρα, γεμάτα σκοτάδι. Μας κοιτούσε κι ήταν νύχτα. Και το χαμόγελο μισό.
Η διάθεσή μου ήταν πειραχτική. Ήθελα να αστειεύομαι με τους πάντες.
-Harold ,κοίτα!Tatoo! είπα γελώντας στον συνάδελφό μου.
Στο αριστερό μπράτσο της ήταν γραμμένο: TODORA-2621959
-Tο εισιτήριό σας και το διαβατήριό σας(κοινότυπο για όλους).
-Δεν μιλάει ελληνικός, είπε ο άντρας που την συνόδευε. Εγκώ παιντί της, μένω Καλαμάτι πέντε χρόνι. Μάμα μου αυτό, Μπουλγκάρια.
Ήταν σαράντα με σαράντα πέντε ,ψηλός αδύνατος, βουλγαρόγυφτος στη δική μας γλώσσα, τα μισά δόντια να λείπουνε και τ ‘ άλλα μισά μαυρισμένα.
-Εγκώ πάει μαζί της επάνω? φοβάσαι μάμα, είπε.
Τον αφήσαμε να την συνοδέψει. Δεν είχαν κάνει ακόμα πέντε βήματα, όταν του φώναξα. Σαν να μην άκουσε η να μην κατάλαβε, κοντοστάθηκε δευτερόλεπτα, μα συνέχισε.
-Ει φίλε, σ’ εσένα μιλάω, μισό λεπτό! πήγα προς το μέρος του.
-Τι είναι αυτό στο χέρι της μάμα σου?
Κάτι της είπε στη γλώσσα τους, φάνηκε να νευριάζει εκείνη. Προχώρησε ν’ ανέβει στο πλοίο. Ξάφνου γύρισε, τον αγκάλιασε, τρία φιλιά, έσκυψε ξανά το κεφάλι και προχώρησε…
Ήταν μετά το φαγητό που έβαζα τα εισιτήρια σε σειρά αριθμητική και ανά προορισμό, όταν στο γραφείο μπήκε ένας νεαρός γύρω στα είκοσι πέντε, και με σπασμένα ελληνικά μου ζήτησε να τον ακολουθήσω .
Τον ακολούθησα μάλλον εκνευρισμένος, μόνο διάθεση να απαντήσω σε απορίες και να επιλύσω τυχόν προβλήματα, δεν είχα εκείνη τη στιγμή.
Ξαφνιάστηκα, όταν με οδήγησε στο bar,και μάλιστα στο τραπέζι που καθόταν η κυρία με το tattoo TODORA.
Με κοίταξε για λίγο με τα μάτια νύχτα και μου έδειξε την καρέκλα δίπλα της.
Μάζεψε βιαστικά τα παξιμαδάκια της και τα ‘βαλε μέσα σε μια πλαστική σακούλα super market και καθάρισε σχολαστικά με την παλάμη της τα ψίχουλα από την γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
-Θέλει να σου μιλήσει, πιστεύει ότι κάτω γελούσες μαζί της με το tattoo. Δεν μιλάει ελληνικά. Τα λέει σ’ εμένα κι εγώ γκρεκ σ’ εσένα. Εντάξει?
Ζήτησα καφέ για μένα, μια μπύρα για το «μεταφραστή» μου. Εκείνη ήθελε μόνο νερό. Σταύρωσε τα χέρια στην ποδιά της κι έσκυψε το κεφάλι. Έμεινε για λίγο έτσι, κι άρχισε :
«Με πάντρεψαν οι γονείς μου στα δεκατέσσερα. Ο άντρας μου ήταν μεγάλος, γέρος σχεδόν, χοντρός και βρωμιάρης. Χήρος. Είχε τέσσερα παιδιά. Το μικρότερο δεκαοχτώ.
-Να μαγειρεύεις, να πλένεις. Και κάνα χέρι στα χωράφια. Γι’ αυτό σε θέλω, μου ‘πε μετά το γάμο.
Δεν μίλησα. Ήμουν τρομαγμένη. Το σπίτι του όλο κι όλο δυο δωμάτια, το ένα, η κρεβατοκάμαρή μας, με τσίγκο. Εκεί θα κοιμόμασταν εμείς, δίπλα απ’ τις δυο γίδες και το μουλάρι. Άρχισα να κλαίω. Ήθελα να πάω σπίτι μου, στη μάνα μου, μα ο πατέρας μου μού το ξέκοψε:
-Στον άντρα σου, στο καλό και στο κακό. Εδώ είναι η θέση σου τώρα. Άιντε! ένα στόμα λιγότερο, κουράστηκα πια! Δεν βλέπεις τη φτώχια μας? Μεγάλος είναι, δε λέω, αλλά και παιδιά μεγάλα έχει, σε λίγο θα φύγουνε. Μόνοι σας θα μείνετε, αυτός θα γεράσει, κυρά εσύ θα ‘σαι. Άιντε μωρέ!
Και μ’ αυτά, κυρά και δούλα έγινα, πιο πολύ το δεύτερο. Όποιος έσωνε, βάραγε. Και το πλύσιμο και τι θα φάνε, κι οι γίδες και τα χωράφια, όλα δικά μου. Εγώ μικρό παιδί, ν’ ανασαίνω άνοιξη και καλοκαίρι και να μαραζώνω. Και πως αλλιώς που κάθε βράδυ έπεφτε πάνω μου και τίποτα δεν έκανε, γέρος κι άρρωστος όπως ήταν. Κι άμα κουραζόταν απ’ την προσπάθεια, μ’ άρχιζε στο ξύλο:
-Εσύ φταις! Βρώμα! Μήπως θες νέο κι όμορφο? Σ’ εμένα σ’ έδωσε ο πατέρας σου κι εδώ θα μείνεις. Μαζί μου θα γεράσεις και μαζί μου θα σε πάρω στον τάφο!
Τα παιδιά του από δίπλα να γελάνε. Μόνο ο μεγάλος, ο Τίμος, μόνο αυτός ερχόταν καμιά φορά όπως έκλαιγα στην αυλή και μου χάιδευε τα μαλλιά χωρίς να πει λέξη. Ένιωθα τότε λίγο άνθρωπος κι εγώ, τα πόδια μου κόβονταν, μ’ έπιανε ένα τρέμουλο. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα κι η αναπνοή μου κοβόταν. Κι ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω! Μα φοβόμουν!
Πέρασαν έτσι δυο χρόνια. Το’ χα πάρει απόφαση πια. Οι γονείς μου δυο φορές που ήρθαν να μας δουν, μια χαρά μας βρήκαν, είχαμε σφάξει και δυο κότες και τις μαγείρεψα, Θεός ξέρει πόσο καιρό δεν είχαν φάει κρέας.
Και τις δυο φορές, χορτασμένοι και μια χαρά ,έφυγαν. Ότι και να ‘λεγα, κανείς να με πιστέψει. Έσκυψα το κεφάλι κι είπα καιρός είναι, περνάει.
Τα παιδιά του είχαν φύγει στην Ελλάδα, πώς και τι δεν έμαθα ποτέ.
-Βασιλιάδες είναι! μου λέγε κι η γειτονιά να λέει πως οι κόρες του στα καμπαρέ κι ο γιος του με τους σωματέμπορους νταραβεριζόταν. Παίρνανε φτωχά παιδιά απ’ τη χώρα ,με ποιους και πως κανείς δεν ήξερε να πει, και τα βγάζανε στο κλαρί.
Μόνο ο Τίμος έμεινε και χαιρόμουν γι’ αυτό, ένιωθα σιγουριά κάθε που ήταν στο σπίτι, κι ας κοκκίνιζα κάθε φορά που χτυπούσε η καρδιά μου δυνατά όταν με κοίταζε.
Πέρασαν κι άλλοι μήνες. Κι ένα βράδυ, ο άντρας μου μπήκε μεθυσμένος, Έβριζε, μ’ άρπαξε απ’ τα μαλλιά και με πέταξε στο κρεβάτι:
-Σκύλα, ανίκανη, παιδί δεν μπορείς να πιάσεις? Στέρφα είσαι? Τέσσερα παιδιά έκανα και να με λένε τώρα ανίκανο? Τι κάνεις και δεν πιάνεις παιδί? Τι κάνεις μωρή και δεν πιάνεις παιδί? με ταρακουνούσε.
-Μα πώς να κάνω παιδί, αφού δεν…… τόλμησα να πω.
Λύσσαξε….Μ’ άρπαξε απ’ τα μαλλιά και μου χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο μέχρι που έμεινα αναίσθητη. Συνήλθα στην αγκαλιά του Τίμου. Μου ‘βαζε κομπρέσες στο πρόσωπο με νερό και ξύδι ,μου χάιδευε τα μαλλιά :
-Σώπα , σώπα , εγώ σ’ αγαπώ κι ας λέει ότι θέλει αυτός,
Μου ‘λεγε και τα λόγια του μ’ έκαναν να κλαίω, ποτάμια δάκρια. Με κράτησε στην αγκαλιά του σαν παιδί κι εγώ κούρνιασα στο στήθος του. Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ο άντρας μου. Ξέρεις πως είναι να σταματάει ο χρόνος?»
Σταματάει να μιλά. Σηκώνει τα μάτια, τυφλά ,δεν βλέπουν τίποτα. Πίνει λίγο νερό και μαζεύει με το δάχτυλο ένα-δυο ψίχουλα ξεχασμένα στο τραπέζι. Αναστενάζει, κάτι σαν λυγμός. Σταυρώνει ξανά τα χέρια.
«Είναι νεκρά τα πάντα σαν σταματάει ο χρόνος. Ούτε ανάσα. Κι ο αέρας απ’ έξω ούτε που ακουγόταν. Για λίγο μια σιωπή πηχτή, σαν πετιμέζι που κόλλησε στ’ αγγειό που βράζει. Κι ύστερα άκουσα τη βροχή στον τσίγκο σαν σφαίρες οι στάλες της. Και το γέλιο του! Ποτέ δεν φύγει απ’ το μυαλό μου!
-Χα! χα! Μπροστά στα μάτια μου και να μην το βλέπω! Να η λύση! Χα! χα! Αυτό είναι!
Η ψυχή μου πάγωσε. Ο Τίμος μ’ αγκάλιασε σφιχτά.
-Φύγε! φύγε! του φώναξε,
Κι εγώ σφίχτηκα πιο πολύ πάνω του, πέθαινα απ’ το φόβο.
Εκείνος όμως τράβηξε μια καρέκλα κοντά μας, κάθισε απέναντί μας και μας κοίταζε.Ο Τίμος κάτι πήγε να πει, μα με μια κίνηση του χεριού του τον έκοψε:
-Εγώ μιλάω εδώ !Μόνο! Και γι’ αυτό θα κάνετε ότι σας πω. Μαζί θα κοιμάστε μέχρι να μείνει έγκυος η σκρόφα. Κι ύστερα εσύ θα φύγεις, θα πας να βρεις τ’ αδέρφια σου. Και δεν θα ξαναγυρίσεις .Κι όσο για σένα, έτσι και δεν θες, να φύγεις τώρα, μου είπε.
Σηκώθηκαν οι τρίχες των μαλλιών μου. Σαν νεκρή, με κορμί παγωμένο από ντροπή και αηδία, σηκώθηκα και βγήκα έξω. Ο αέρας να μανιάζει, η βροχή ποτάμι. Περπάτησα ώρα. Που να πάω? Σκεφτόμουν. Σπίτι μου δεν μπορούσα να πάω μέσα στη νύχτα, ούτε σε κάποιο γείτονα. Έτσι κι αλλιώς όλοι τα ίδια δεν έκαναν? Ξύλο και
κακό! Μετά από ώρα συνήλθα. Γύρω αέρας, σκοτάδι και ποτάμι η βροχή. Και φόβος…
Σαν θάνατος!
Γύρισα πίσω. Στάθηκα στην πόρτα του στάβλου. Οι κατσίκες σαν να βέλαξαν, το σκυλί τρίφτηκε στα πόδια μου. Κι εκεί λιποθύμησα.
Τέσσερις μέρες πάλεψα, ζωή και θάνατος ένα. Ο πυρετός ακατέβατο σαράντα. Παραμιλούσα και καιγόμουν. Καμιά φορά που άνοιγα τα μάτια μου, στο κεφάλι μου ο Τίμος. Τη μάνα μου ήθελα, εκείνη φώναζα, μα δεν ήρθε, ο πατέρας μου άρρωστος από καιρό είχε πεθάνει πριν δυο μέρες, αλλά κι αυτό αργά το ‘μαθα. Την Πέμπτη μέρα σηκώθηκα. Πήγα ν’ αρμέξω τις κατσίκες, να πιω λίγο γάλα να στυλωθώ. Ήταν ο Τίμος εκεί. Θύμωσε που σηκώθηκα:
-Θα σου φέρω εγώ γάλα, πάνε να ξαπλώσεις, μου είπε. Όταν σε βρήκα ήσουν σχεδόν πεθαμένη.
Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν.
-Εσύ με βρήκες? Ψέλλισα
-Ναι, εγώ! Έψαχνα ώρες στη βροχή. Απελπίστηκα πως έφυγες κι έπαθες κακό. Σε βρήκα ξημερώματα, ήρθα να πάρω το μουλάρι να φύγω. Δεν ήθελα να μείνω άλλο εδώ αφού εσύ δεν ήσουν πουθενά.
Έσκυψε το κεφάλι ,έπαιζε με τα χέρια του, όπως όταν ντρεπόταν. Και τώρα ντρεπόταν, το κατάλαβα, το είδα που άναψαν τα μαγουλά του.
Άνοιξα τα χέρια μου και τον αγκάλιασα:
-Κι εγώ σ’ αγαπάω Τίμο! Πολύ! του είπα.
Κι εκεί με φίλησε ,πρώτη φορά όπως φιλάει μια γυναίκα ένας άντρας.
Στον άντρα μου είπε ότι ακόμα δεν συνήλθα. Εκείνος αδιάφορος, αφού έφαγε ότι βρήκε, σηκώθηκε να φύγει:
-Και μην ξεχάσεις αυτό που είπαμε. Όταν συνέλθει θα κοιμάσαι μαζί της κάθε μέρα. Τ’ ακούς?
Κάτω απ’ τις κουβέρτες έκλαιγα. Θα’ θελα να είναι όλα αλλιώς. Αλλά, δεν ήταν…
Πέρασαν κι άλλες τρεις μέρες. Σηκώθηκα για τα καλά. Τον Τίμο τον απέφευγα, κι εκείνος εμένα. Τα βράδια δεν γύριζε σπίτι νωρίς. Κι αν γύριζε, κι ήταν κι ο πατέρας του, έβρισκε δικαιολογίες και ξανάφευγε.
Μια μέρα ο άντρας μου πήγε στο διπλανό χωριό να σφάξει αρνιά, θα πληρωνόταν βέβαια κάτι λίγα, αλλά θα ‘φερνε στο σπίτι και κρέας. Είχε περάσει μήνας που δεν βάλαμε στο στόμα μας, που λεφτά βλέπεις, δυο κότες που είχανε μείνει τις κρατάγαμε για τ’ αυγά και μην έρθει και κανένας ξένος. Είχα μαζέψει τα ζωντανά, νύχτωνε, όταν μου χτύπησαν την πόρτα. Ξένος στο σπίτι κι εγώ μόνη μου, δεν είχε φανεί ποτέ. Και με τα γύρω σπίτια δεν είχα πολλά-πολλά. Άνοιξα. Ήταν το παιδί της Ελένα, το μεγάλο, δέκα –δώδεκα χρονών, μένανε τέσσερα σπίτια παρακάτω.
-Θειά, ο άντρας σου δεν θα ‘ρθει απόψε. Πήγε με τον πα’ μου να σφάξουνε αλλά θα ‘ρθουν αύριο το γιόμα. Α σφάξουνε κι αύριο κι απέ. Έτσι μου ‘πε η μα’ μου να πω. Θα φέρουνε και κρέας, θα φάμε, έτσι είπε η μα’ μου.
Έτσι μου ‘πε κι αυτό, κι έφυγε τρέχοντας. Έκατσα ξανά στην καρέκλα μου, κοντά στη φωτιά. Πήρα και κάτι ρούχα να μπαλώσω, μα που μυαλό, ο νους μου ξεστράτιζε. Σκεφτόμουν…Χάθηκα στις φαντασίες μου. Πέρασε η ώρα και τρόμαξα όταν μ’ αγκάλιασαν δυο χέρια. Μου ξέφυγε μια κραυγή και γύρισα ξαφνιασμένη:
-Τρόμαξες αγάπη μου?
Ήταν ο Τίμος, ο Τίμος μου! Σηκώθηκα και βρέθηκα στην αγκαλιά του, το στόμα του στο δικό μου.
-Δεν θα έρθει απόψε, του είπα.
-Το ξέρω, γι’ αυτό ήρθα νωρίς…
…..Όταν συνήλθαμε απ’ το πάθος μας, η φωτιά είχε σβήσει, κρύωνα, μα δεν μ’ ένοιαξε. Ήμουν καλά, ευτυχισμένη. Και έκλαψα από χαρά. Σε λίγο ξημέρωνε.
Κατά το μεσημέρι, ήρθε κι ο άντρας μου. Πήρα το κρέας που μου ‘δωσε να το φτιάξω. Τον ένιωθα να με κοιτάζει:
-Έλα δω! Κάτι έχεις εσύ. Τι είναι? με φώναξε κοντά του. Πήγα δίπλα θαρρετά. Τον κοίταξα στα μάτια. Δεν μίλησα. Περίμενα. Ούτε κι αυτός. Μείναμε να κοιτάει ο ένας τον άλλο για ώρα. Κι ύστερα μου ‘κανε νόημα με το χέρι να φύγω. Φεύγοντας τον άκουσα
-Aι στο διάολο βρώμα!
Βούρκωσα. Όμως χαμογέλασα αμέσως. Είχα τον Τίμο μου εγώ.
Ο Τίμος δεν ερχόταν πια τα βράδια στο σπίτι. Βλεπόμασταν στα κρυφά στο στάβλο όταν έλειπε ο πατέρας του, και στο σπίτι όταν έλειπε ο άντρας μου στα χωράφια. Γινόμασταν ένα ,αγαπούσαμε κάθε μέρα και περισσότερο ο ένας τον άλλο. Και μου ‘πε πως μαζεύει λεφτά για να φύγουμε. Οι δυο μας….
Κυλούσαν οι μέρες. Μόνο η αγάπη του Τίμου μου ‘δινε φτερά. Ο άντρας μου γινόταν όλο και πιο βίαιος. Το είχε πια καταλάβει κι ερχόταν πάντα μεθυσμένος. Όμως βάραινε όλο και πιο πολύ, φαινόταν άρρωστος, αλλά δεν μ’ ένοιαζε πια. Ούτε σαν ανθρώπινη ζωή….»
Σταματάει να μιλά, πίνει λίγο νερό, πάντα τα μάτια χαμηλά, ξαναδένει τα χέρια, δεν σκουπίζει καν τα δάκριά της.
«…Κατάλαβα ότι ήμουν έγκυος σχεδόν πέντε μηνών. Όλες τις αδιαθεσίες τις έλεγα ταλαιπωρία και πείνα. Όταν το κατάλαβα, τρόμαξα. Ο Τίμος με καθησύχασε:
-Σώπα! Αυτό δεν ήθελε κι αυτός? Τώρα θα σ’ αφήσει ήσυχη. Και μόλις γεννήσεις θα φύγουμε. Θα τελειώσουν όλα. Θα πάμε μακριά, σ’ άλλη χώρα.
Σαν ήλιος ζεστός μια χειμωνιάτικη μέρα ήταν τα λόγια του. Πόσο αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο! Και σιγά – σιγά άρχισα να πιστεύω πως ότι έγινε, ήταν γραφτό για να τον βρω. Κι όσες ταλαιπωρίες πέρασα, ήταν γιατί η αγάπη του ήταν πανάκριβη.
Ο άλλος κάθε μέρα που πέρναγε, γερνούσε και πιο πολύ. Ήταν άρρωστος….Ώσπου κατάπεσε. Με την κοιλιά στο στόμα, κόντευα να γεννήσω, να ‘χω τόσες δουλειές, κι αυτός άρρωστος και κάθε μέρα και πιο παράξενος. Λες κι όλη η κακία του ξεχύθηκε έξω, μαζί με την αρρώστια του. Γκρίνιαζε, έβριζε, μα ήταν αδύναμος να σηκωθεί, κι έτσι πια δεν τον φοβόμουν.
Φλεβάρης άγριος ήτανε. Στο τέλος του. Ούτε μυγδαλιά δεν είχε ανθίσει. Είκοσι πέντε προς είκοσι έξι. Σε λίγο θ’ άρχιζε να χαράζει. Εκεί μ’ έπιασαν οι πόνοι. Ούρλιαζα! Ξύπνησε κι αυτός. Είπε του Τίμου να φωνάξει την Γκιόργκεβα που έκανε τη μαμή. Έδινε εντολές στον Τίμο να βράσει νερό και να φέρει πετσέτες, ν’ απολυμάνει το ψαλίδι, και μες στον πόνο μου σκεφτόμουν μήπως και τον είχα αδικήσει. Όμως όλα γίνονται για ένα σκοπό. Όλα…»
Λύνει τα χέρια και σκεπάζει το πρόσωπο. Κλαίει με λυγμούς. Κάνω μια κίνηση να την αγκαλιάσω, μα το χέρι μένει μετέωρο. Ανάβω τσιγάρο.
«…Καμιά φορά, σκέφτομαι πως αν αγαπάς κάποιον πολύ, είναι αμαρτία. Κι εμείς, κι εγώ κι εκείνος, αμαρτήσαμε πολύ. Και οι δύο. Μα κάθε αμαρτία πρέπει να πληρωθεί. Δεν γίνεται αλλιώς….Ήταν μια βδομάδα που είχα γεννήσει. Το κοριτσάκι μου, γιατί κοριτσάκι γέννησα, ήταν σαν άγγελος. Και πως αλλιώς θα ήταν, αφού οι γονείς της
αγαπήθηκαν τόσο πολύ? Ο άλλος, ο άντρας μου, ήταν χειρότερα από ποτέ. Ο γιατρός είπε του Τίμου πως τελειώνει σιγά – σιγά. Με φώναξε κοντά του:
-Φέρε μου το παιδί, θέλω να το δω.
Του πήγα τη μικρή, την ακούμπησα δίπλα του. Μέσα μου κάτι μ’ έτρωγε καθώς απίθωσα την Τοντόρα μου κοντά του. Την κοίταξε καλά-καλά, εκείνη ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει.
-Παρ’ το μούλικο από δω! Πάρτο! Και να’ στε καταραμένοι. Κι οι τρεις!
Πήρα το παιδί στα χέρια μου, τα μαλλιά μου είχαν σηκωθεί από τρόμο. Ασχολήθηκα μαζί της. Δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα. Κι όταν μετά από ώρα η μικρή κοιμήθηκε, άκουσα το ρόγχο του. Πήγα και τον ανασήκωσα, έκανα να του δώσω λίγο νερό ,δεν μπόρεσε να καταπιεί, τον έπιασε βήχας. Όταν σταμάτησε να βήχει, τα μάτια του ήταν ήδη θολά. Μου πιασε το χέρι με δύναμη, και με τράβηξε σιμά του:
-Καταραμένοι να ‘στε όλοι. Και το παιδί σου να μην το χαρείς, κατάρα….ατέλειωτη άφησε την λέξη. Ξεψύχησε.
Αδάκρυτη τον έθαψα. Ας μου το συγχωρήσει ο Θεός, μα δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Είχα το παιδάκι μου και τον Τίμο. Κι αργότερα, όλα θα ήταν αλλιώς. Έλπιζα πια σε κάτι. Οι γυναίκες που ερχόταν να μου σταθούν στο πένθος, έκλαιγαν για την κακή μου τύχη, είκοσι χρονών χήρα και με παιδί αχρόνιαγο, τι θα γινόμουν? Όλα τ’ άκουγα αμίλητη, δεν αφορούσαν εμένα αυτά. Για άλλη ήταν. Όμως αυτές δεν το ‘ξεραν. Εγώ μέσα μου είχα φως, κι ας ντύθηκα στα μαύρα. Κι όταν την άλλη μέρα της κηδείας είδα τις μυγδαλιές ολάνθιστες, είπα πως μου ‘στειλε σημάδι ο Θεός. Άρχισα να γελάω κι οι γειτόνισσες κουνούσαν το κεφάλι τους:
-Κρίμα η καημένη, σάλεψε, τέτοιο κακό!
Με τον Τίμο κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ. Τη μάνα μου που ’ρθε να μου σταθεί την έδιωξα. Δεν ήθελα ν’ αποχωριστώ τον Τίμο ούτ’ ένα βράδυ. Ούτε για χάρη της μάνας μου. Όταν την ήθελα, δεν ήταν κοντά μου. Τώρα δεν την χρειαζόμουν. Ένιωσε κάτι, κάτι είδε ή κατάλαβε, δεν ξέρω, μα φεύγοντας μου είπε:
-Πρόσεχε, ο άντρας σου είναι φρέσκος ακόμα. Κι εσύ νέα. Μην κάνεις τίποτα παλαβά.
Της γύρισα την πλάτη και μπήκα σπίτι. Τα λόγια της ήταν αέρας που δεν μ’ άγγιξε. Ήμουν ευτυχισμένη, κι ο καιρός περνούσε γρήγορα. Η μικρή μου ήταν κι όλα έξι μηνών. Όμορφη σαν αγγελούδι. Αύγουστος, ζέστη πολύ, καθόμουν έξω και την κρατούσα στη αγκαλιά μου. Παραμύθια δεν ήξερα, κι έτσι της μιλούσα για όλα όσα έβλεπα, νυχτοπεταλούδες και πυγολαμπίδες. Moυ έσφιγγε με το χεράκι της τα δάχτυλά μου, κι είχα όλο τον κόσμο δικό μου εκείνες τις στιγμές. Έτσι μας βρήκε ο Τίμος. Κι όταν μπήκαμε κι οι τρεις στο σπίτι, κι έβαλα τη μικρή να κοιμηθεί μ’ ένα πανάκι με ζάχαρη στο στόμα να γλυκαίνεται και να΄χει όμορφα όνειρα, ο Τίμος άνοιξε το μπαούλο, κι έβγαλε από μέσα ένα κουτί. Πήρε ένα δαχτυλίδι και μου το ‘δωσε:
-Πάρ’ το, είναι της μάνας μου, για τη γυναίκα μου. Δεν θέλω να δώσω χρήματα να σου πάρω ένα καινούργιο, τα μαζεύω για να φύγουμε. Είναι το μόνο που έχω απ’ τη μάνα μου κι είναι δικό σου γυναίκα μου.
Δάκρυσα από συγκίνηση κι έλιωσα στην αγκαλιά του όλο το βράδυ. Κι αυτός το ίδιο. Μόνο εκείνος ο Ιβάν, το σκυλί, τρία βράδια τώρα έκλαιγε και μου πάγωνε το αίμα.
Την άλλη μέρα η μικρούλα μου δεν έφαγε καθόλου και κλαψούριζε σαν κουταβάκι. Και το βράδυ πάλι, ήταν ανήσυχη. Τις επόμενες μέρες ανέβασε πυρετό κι ανέπνεε με δυσκολία. Ότι γιατρικά ήξερα και όσα μου ‘πανε τα έκανα, μα τίποτα. Ο Τίμος μου ‘λεγε απ’ την αρχή να πάρει ένα γείτονα και να πάμε στο γιατρό στην πόλη. Δεν έλεγα ναι, νόμιζα θα περάσει, όλα τα μικρά αδιαθετούν. Μα τώρα έβλεπα πως πρέπει να πάμε αμέσως. Την έντυσα καλά, έβρεχε έξω πολύ, αυτές οι βροχές του καλοκαιριού είναι άγριες. Λες κι η γη θέλει να πιει νερό για χρόνια δίψας. Ανελέητες.
Επέμενα να πάω μαζί τους, αλλά ο γείτονας πήρε μαζί και τη γυναίκα του με τη μάνα της, θα μενε η γριά στο νοσοκομείο, ήταν άρρωστη βαριά. Μαζί κι ένας άλλος γείτονας με το γιό του που ’χε χτυπήσει στα χωράφια κι έπαθε μόλυνση. Δεν χώραγα κι εγώ μαζί τους. Ο Τίμος μου ‘λεγε να μην φοβάμαι, θα γυρίσουν γρήγορα. Ακούσαμε κορνάρισμα, πήρε τη μικρή απ’ την αγκαλιά μου κι έκανε να βγει. Του άρπαξα το παιδί απ’ τα χέρια, γέμισα το προσωπάκι του με φιλιά. Με κοίταξε με τα ματάκια της και νόμισα μου χαμογέλασε. Τα δάκριά μου κύλησαν στο προσωπάκι της κι άρχισε να κλαψουρίζει. Την ησύχασα και την άφησα στα χέρια του.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και μετά μπήκα σπίτι. Ένας κεραυνός συντάραξε τον τόπο. Κι ο Ιβάν το σκυλί, άρχισε πάλι να κλαίει. Μάνιασα! Σαν τρελή άρπαξα μια ζωστήρα. Έτρεξα στο στάβλο. Άρχισα να χτυπάω με λύσσα το σκυλί. Όταν το χέρι μου κουράστηκε, τότε έπαψα να το χτυπάω. Βγήκα στη βροχή. Άρχισα να κλαίω. Κι όταν στέρεψε το κλάμα, μούσκεμα ως το κόκαλο, μπήκα στο σπίτι. Άναψα τη φωτιά κι έκατσα μπρος της μέχρι που στέγνωσαν τα ρούχα πάνω μου. Πέρασαν ώρες έτσι, νύχτωσε για τα καλά, η φωτιά έσβησε. Άρχισα να τρέμω απ’ το κρύο κι έτσι βγήκα απ’ την παραζάλη μου. Πήγαν σχεδόν μεσάνυχτα. Άναψα πάλι τη φωτιά κι άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε μεσ’ στο σπίτι. Δεν είχα τόπο να με χωράει. Έτσι πέρασε η νύχτα. Έδωσ’ ο Θεός και ξημέρωσε…»
Έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα παξιμάδι. Άρχισε να το σπάει σε μικρά κομμάτια. Τα πήρε ένα – ένα και τα τρίψε με τα δάχτυλά της πάνω στο τραπέζι. Το σώμα της τραντάζονταν απ’ τους λυγμούς. Για πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να κλαίει δίχως δάκρια. Μάζεψε τα ψίχουλα σ’ ένα βουναλάκι. Με ξάφνιασε, παίρνοντας απ’ το πακέτο μου ένα τσιγάρο που το κάπνισε με τρεις σχεδόν ρουφηξιές. Έμεινε πάλι αμίλητη για λίγα λεπτά. Δεν κουνιόμουν καν ,η ένταση που υπήρχε μ’ εκμηδένιζε. Άφωνος και σχεδόν χωρίς ανάσα την παρακολουθούσα. Άνοιξε ξαφνικά τα χέρια σαν να ήθελε να πετάξει, έγειρε λίγο την πλάτη της και φύσηξε δυνατά τα ψίχουλα.
« Βλέπεις? Έτσι σκόρπισε η ζωή μου. Μ’ ένα φύσημα. Σε μια στιγμή…Στα χαμένα γυρνούσα εκείνη τη μέρα, δύναμη και θέληση για τίποτα δεν είχα. Σε μια στιγμή το σπίτι σαν να μίκρυνε, έγειρε και με πλάκωσε, πνιγόμουν. Βγήκα έξω να πάρω ανάσα. Κοιτούσα πέρα ,κατά το δρόμο που ‘φερνε απ’ την πόλη. Τότε τις είδα. Τρεις μαυροφόρες ν’ ανηφορίζουν η μια πίσω απ’ την άλλη. Άρχισα να σκούζω, μέχρι που κόπηκε η ανάσα μου. Κι έπεσα αναίσθητη εκεί μπροστά στην πόρτα. Μ’ ένα φύσημα χάθηκαν τα πάντα στη ζωή μου. Σαν καπνός που διαλύεται με τον αέρα. Στο δρόμο το αυτοκίνητο χάλασε. Ο οδηγός κι ο άλλος γείτονας βγήκαν έξω να σπρώξουν. Στο τιμόνι ήταν η γυναίκα του γείτονα. Απ’ την βροχή δεν άκουσε μάλλον, αντί να στρίψει το τιμόνι αριστερά, πήγε δεξιά. Στο γκρεμό….
Πέρασα δυο χρόνια στο νοσοκομείο, σχεδόν τρελή, με την κατάρα του άλλου στο μυαλό μου σαν καρφί. Κάποτε σταμάτησαν οι φωνές. Σιγά-σιγά συνήλθα. Πήγα στη μάνα μου για μήνες. Ότι είχε μείνει στο χωριό, σαν έγινα τελείως καλά το πούλησα. Πήγα στην πόλη. Εκεί, παντρεύτηκα ξανά, μετά πέντε χρόνια. Πάλι χήρος, με δύο παιδιά, έξι μηνών κι ενός χρόνου το καθένα. Δικά μου παιδιά δεν έκανα. Δεν ήθελα. Όμως τα δύο ορφανά σαν δικά μου τ’ αγάπησα. Περισσότερο κι από δικά μου. Ποτέ δεν τους είπαμε πως δεν ήμουν η αληθινή τους μάνα. Ούτ’ εγώ, ούτε ο πατέρας τους. Άγιος άνθρωπος. Εσύ, από το στόμα του δεν άκουσα ποτέ. Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν και του είπα μια μέρα πως θέλω να γράψω στο χέρι μου τ’ όνομα της κόρης μου και το πότε είχε γεννηθεί, γιατί με τον καιρό ο μεγάλος πόνος ξεχνιόταν, και δεν ήθελα να ξεχάσω ποτέ, είπε στα παιδιά του πως το πρώτο μας παιδί, η αδερφούλα τους ,είχε πεθάνει από πνευμονία. Κι ότι η μανούλα έγραψε τ’ όνομα και το γενέθλιό της στο χέρι της για να μην την ξεχάσουμε ποτέ. Κι όταν είδα να τον ακούνε βουρκωμένα, τ’ αγάπησα περισσότερο ακόμα. Άγιος άνθρωπος και λίγο είναι, ας είναι αναπαμένος κοντά στους αγγέλους.»
Σώπασε ξανά. Είχα ένα κόμπο στο λαιμό κι ο μεταφραστής μου δάκρια στα μάτια. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Ήθελα να πω κάτι, μα δεν έβρισκα. Μα κι αν ακόμα είχα βρει, ήταν αδύνατο να μιλήσω. Κατάλαβα ότι έκλαιγα, όταν με την παλάμη της μου σκούπισε τα δάκρια:
-Παίρνει η ζωή, μα πάντα δίνει. Τα δεύτερα παιδιά μου ξέρεις πόσες χαρές μου έδωσαν? Κι ας μην τα γέννησα. Μου ‘δωσε η ζωή μαχαιριές, μα μου ‘στειλε και βάλσαμο να της απαλύνω.
Άρχισε να μαζεύει τα ψίχουλα από το τραπέζι, μέχρι που το καθάρισε. Έλαμψε σχεδόν η γυάλινη επιφάνεια. Κοίταξε για λίγο έξω απ’ το παράθυρο.
-Το άλλο παιδί μου μένει στην Ιταλία. Πάω να το δω και μαζί θα πάμε στη Βουλγαρία για την Τοντόρα. Κάθε χρόνο πάω στο χωριό ανήμερα του θανάτου της. Κάθομαι και της μιλάω, της λέω όλα όσα έγιναν μέσα στο χρόνο, για τα παλιά, για τον πατέρα της, για τα καινούργια της αδέρφια. Πόσο την αγαπάω ακόμα της λέω και πως κάθε μέρα την σκέφτομαι. Κι ότι όσο μπορώ, θα πηγαίνω. Κι όταν πια θα είναι αδύνατο να πάω, να μην μου θυμώσει, μα να με περιμένει, γιατί δίπλα της ζήτησα να ταφώ, για να είμαστε για πάντα μαζί στο Αιώνιο.
Σηκώθηκε μ’ ένα αναστεναγμό. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου, σαν για να στηριχτεί, σαν χάδι που δεν τόλμησε, ακόμα δεν ξέρω:
-Καληνύχτα.