ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΗ…….(1ΟΝ)
Κοίταξε τις πεταλούδες που τόση ώρα ζωγράφιζε….Δεν ήταν και άσχημες….Μήπως να πήγαινε σε καμιά σχολή καλών τεχνών;….Μπα….
Μπορούσε από τώρα ν’ ακούσει τις φωνές του πατέρα της γιατί είχε διαλέξει ένα επάγγελμα που δεν είχε μέλλον, δεν είχε λεφτά, δεν ήταν αξιοσέβαστο
και μετά θ’ άρχιζε και η μαμά τις γνωστές υστερίες ότι δεν τους λυπάται, που ξοδεύουν τόσα λεφτά για χάρη της, που έχουν πουληθεί για να πληρώνουν
το φροντιστήριο, που δεν περισσεύουν να ζήσουν κι εκείνοι σαν άνθρωποι, που πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγε ένα θέατρο……
Λες κι αν περάσει στο Πανεπιστήμιο, στην Κρήτη ας πούμε, θα πληρώνουν λιγότερα για να την συντηρούν! Αλλά ελπίζουν ότι θα μπει στην Αθήνα…..
Μπαίνει στον πειρασμό να τους βγάλει από την πλάνη τους, να τους πει ότι μόνο επαρχία θα δηλώσει, γιατί είναι η μόνη της ευκαιρία να φύγει, να βρει
την ησυχία της, να ζήσει όπως εκείνη θέλει, χωρίς να υπάρχει κάποιος να της λέει συνέχεια πώς να ζει, τι να τρώει, ποιον να βλέπει, τι ώρα
να κοιμάται…..Μπα….Δεν συμφέρει να το μάθουν…..Είναι ικανοί να συμπληρώσουν οι ίδιοι το μηχανογραφικό…..
Ο καθηγητής από την έδρα του μιλούσε για την βιομηχανική επανάσταση και δεν ήθελε να ξέρει πόσο λίγο ενδιέφερε αυτή η ιστορική στιγμή τους είκοσι
δύο μαθητές του, αλλά τι να κάνει κι αυτός; Ποιος ξέρει τι ήθελε να γίνει στη ζωή του και ο πατέρας του τον ανάγκασε να γίνει φιλόλογος και να μπει
στο δημόσιο να έχει ήσυχο το κεφάλι του, αλλά δεν του είπε γιατί και κείνος δεν ήξερε, πόσο ανιαρό θα ήταν τελικά να διδάσκεις έφηβους που δεκάρα
δεν έδιναν για όσα ήθελε να τους διδάξει……
Ίσως ο φιλόλογος που τους δίδασκε, όταν ήταν και κείνος έφηβος, να ονειρευόταν να γίνει ποιητής…..ή ζωγράφος…..ίσως σκηνοθέτης…..
αλλά έγινε καθηγητής….ο καημένος!
Ο πατέρας της στην αρχή, όταν μπήκε στο Λύκειο, ήθελε να την κάνει δικηγόρο και ποτέ του δεν κάθισε ν’ ακούσει ότι η ίδια σιχαινόταν αυτό το
επάγγελμα και ότι κανένα δίκαιο δεν την ενδιέφερε, ούτε το αστικό, ούτε το ποινικό, ούτε κανένα άλλο….Επίσης, δεν είχε πληροφορηθεί, ότι ήταν
ένα κορεσμένο επάγγελμα. Εκείνος την ονειρευόταν μεγαλοδικηγόρο να βγαίνει στα παράθυρα των ειδήσεων λες και δεν ήταν αρκετοί αυτοί που
ήδη έβγαιναν και που η ίδια δεν μπορούσε ούτε να τους δει, ούτε να τους ακούσει….
Ευτυχώς για άγνωστους σε κείνη λόγους, άλλαξε ιδέα…. Την ήθελε πολιτικό μηχανικό, αλλά οι επιδόσεις της στα μαθηματικά, τον έπεισαν ότι θα έμενε με
το όνειρο….Τελικά είχε μόνος του αποφασίσει ότι το επάγγελμα που της ταίριαζε, αυτό και κανένα άλλο, ήταν νηπιαγωγός…..Το ότι ή ίδια έβλεπε παιδάκι
σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων και ήθελε χωρίς λόγο να το πλακώσει στο ξύλο, τον άφηνε παγερά αδιάφορο….
Η μητέρα της, από παιδί, την ονειρευόταν γιατρό, αλλά μεγαλώνοντας η κόρη της, διαπίστωσε ότι στη θέα του αίματος λιποθυμούσε και πολύ
στεναχωρήθηκε, γιατί πού ακούστηκε γιατρός να μην αντέχει το αίμα;
Τσακώθηκε άπειρες φορές με τον άντρα της για το επάγγελμα που έπρεπε ν’ ακολουθήσει το παιδί τους και πολύ θα ήθελε να τους πει το σοφό ρητό :
« Δύο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα», αλλά σκέφτηκε την σφαλιάρα που θα της έριχνε ο πατέρας της και το βούλωσε, για το καλό της……
Δεν μπόρεσε όμως να μην αναρωτηθεί, γιατί οι γονείς τα δικά τους απωθημένα, τις δικές τους απραγματοποίητες επιθυμίες τις κάνουν «πρέπει» για
τα παιδιά τους. Ίσως για να διαιωνίσουν μια κατάσταση….Διότι και κείνη , αν έκανε αυτό που ήθελαν οι γονείς της, θα έμενε με το απωθημένο και θα
το περνούσε στα παιδιά της……
Κοίταξε το ρολόι της και απελπίστηκε όταν είδε ότι για να χτυπήσει το σωτήριο κουδούνι, έπρεπε να περιμένει άλλα είκοσι λεπτά….Ατελείωτη αυτή η ώρα….
Ποια ώρα όμως δεν ήταν ατελείωτη; Όλο το σχολείο έμοιαζε ατελείωτο και κείνη εκεί! Εγκλωβισμένη! Να θέλει να κάνει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα,
να θέλει να ζήσει και να είναι υποχρεωμένη να βάζει τη ζωή στην αναμονή εξαιτίας του σχολείου…..
Οι συμμαθητές της και οι συμμαθήτριές της, πρέπει να ήταν στην ίδια περίπου κατάσταση……
Να, ο Νίκος έπαιζε τελίτσες με τον Κώστα, ο Απόστολος έπαιζε με το κινητό του και η Νίκη έβγαζε τα φρύδια της πίσω από τον Αλέκο που ήταν
ντουλάπα τετράφυλλη και κρυβόταν μια χαρά από πίσω του….
Πολύ θα ήθελε να μάθει τι είχε γίνει ανάμεσα στην Νίκη και στον Αντρέα, στο πάρτι της Κικής, αν και οι φήμες έλεγαν ότι ο Αντρέας της την είχε ρίξει
την χυλόπιτα και η Νίκη που νόμιζε τον εαυτό της θεά, το φυσούσε και δεν κρύωνε….
Καλά να πάθει! Ποτέ δεν θα ξεχνούσε ότι στο Γυμνάσιο της είχε φάει τον Νικήτα, ενώ ήξερε ότι την ενδιέφερε πολύ….του ρίχτηκε και τα έφτιαξε μαζί
του και μετά όποτε την συναντούσε, η Νίκη χαμογελούσε ειρωνικά……
Τι μέρα ήταν;…..Πέμπτη….Ευτυχώς! Μια μέρα ακόμα και μετά Σαββατοκύριακο…..Τουλάχιστον δεν θα είχε σχολείο…..αλλά τι να το κάνεις;
Θα της κατέστρεφαν το νευρικό σύστημα στο σπίτι…..Το Σάββατο το πρωί, που δεν είχε μάθημα, θα την ξυπνούσε η μάνα της με την ηλεκτρική…
Τι μανία κι αυτή να βάζεις το αδηφάγο θηρίο στην πρίζα από τις οκτώ τα χαράματα και να μην αφήνεις σκόνη να δει Θεού πρόσωπο;
Θέλει λέει να τελειώνει…..τι να τελειώνει; Αφού τον ατελείωτο έχουν οι δουλειές και μόνη της το λέει: « Αυτές οι δουλειές, ποτέ δεν τελειώνουν!»
Ε, αφού δεν τελειώνουν, άσε με και μένα να κοιμηθώ λίγο ρε μάνα, που κάθε μέρα είμαι από τις επτά στο πόδι!Πού να τολμήσει να της πει τέτοια
κουβέντα της μάνας της; Ποιος την άκουγε μετά;
Πρώτα θ’ άρχιζε να φωνάζει για την «γαϊδουριά» της και μετά θ’ άρχιζε το παράπονο για την δική της ζωή, που έχει γίνει μαρτύριο, που και κείνη όλη
την εβδομάδα τρέχει και πότε να προλάβει να τα κάνει, που κανείς δεν την καταλαβαίνει, που νέα είναι ακόμα και όμως αισθάνεται γριά, που μια κόρη
έκανε και δεν έχει ούτε ένα χέρι βοηθείας, λες και την κόρη την έκανε για να έχει πρόχειρη την Φιλιππινέζα στο σπίτι της!
Μετά για να την τιμωρήσει, θα την έβαζε να καθαρίσει το πάνω ντουλάπι της κουζίνας με όλα τα περιττά, που δεν καταλάβαινε γιατί τα φύλαγε, αφού
ποτέ δεν τα χρησιμοποιούσαν… Μέχρι μια κατσαρόλα τρύπια είχε φυλαγμένη η μάνα της, γιατί την είχε από την γιαγιά της….
Πώς να τα βγάλεις πέρα με τέτοια λογική του παράλογου; Πάντως από την έλλειψη φαντασίας στις τιμωρίες, το συγκεκριμένο ντουλάπι, άστραφτε….
Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό….το χειρότερο ήταν που έπρεπε να πάει μαζί της στην λαϊκή για να την βοηθήσει να κουβαλήσουν
τα κουνουπιδολαχανοκάροτα…..Την αηδίαζαν και στην πρωτογενή τους μορφή και πολύ περισσότερο μαγειρεμένα, αλλά προτιμούσε να την
ακολουθήσει, παρά τον εξάψαλμο μετά….Ήταν το μεγάλο της μυστικό…..Αν ποτέ μάθαινε η παρέα της ότι συνόδευε την μαμά της στην λαϊκή,
θα πέθαινε από ντροπή, την ίδια στιγμή…..Τουλάχιστον θα έβγαινε το βράδυ….
Αυτό ήταν συμφωνία κυρίων….. Κάθε Σάββατο βράδυ, είχε το ελεύθερο να βγαίνει με τα παιδιά…. Βέβαια της άλλαζαν την πίστη στις διαπραγματεύσεις
για την ώρα επιστροφής, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αν πας σε μπαράκι, δεν φεύγεις στην μία που αρχίζει το πρόγραμμα!
Κάθε Σάββατο, άκουγε τα ίδια…. « Εμείς στην εποχή μας….»
Το είχε μάθει το βαλσάκι και δεν έμπαινε στον κόπο να τους θυμίσει όσα είχε κρυφακούσει για την περιβόητη εποχή τους και για τα δικά τους καμώματα!
Λες και τότε εκτός από κατηχητικό, δεν πήγαιναν πουθενά αλλού και στο τσακίρ κέφι, έριχναν καμιά μπουάτ!
Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια, κλείνουν τα καλύτερα τα σπίτια, αλλά μόνο στην εποχή του παιδιού τους! Όσο για τα ναρκωτικά,
ανακαλύφθηκαν αποκλειστικά και μόνο μετά το 2000 και ούτε που τα γνώριζαν οι δικοί της στην…..εποχή τους!
Και σαν να μιλούν για το 1821, τ’ αγόρια και τα κορίτσια, τότε, ποτέ δεν ερωτεύονταν, ποτέ δεν έκαναν σχέση πριν από το γάμο!
Να τους πει λοιπόν ότι ήταν ….αρχαίοι; Θα έφταιγε να ξεστομίσει τόσο βαριά κουβέντα; Και μετά ποιος θα την πλήρωνε; Η ίδια φυσικά γι αυτό και
το βούλωνε, εγκλωβισμένη στα αιώνια κλισέ των γονιών προς τα παιδιά τους…..
Αλήθεια που είχαν πει ότι θα πήγαιναν αυτό το Σάββατο; Μάλλον στο μπαράκι….Και τι θα φορούσε; Το είχε πλύνει άραγε το παντελόνι της η μαμά;
Πάλι καυγά θα είχαν, σίγουρα….Γιατί δεν εννοεί η μάνα της ότι έτσι ντύνονται πια όλοι; Γιατί δεν λέει να καταλάβει ότι κανένα κορίτσι δεν βάζει
στενή φούστα, γόβες και πουκάμισο με δαντελίτσες, όταν πάει σ’ ένα μπαράκι, ακριβώς γιατί πάει στο μπαράκι και όχι στο κατηχητικό;
Ποιο ήταν το έγκλημά της; Ότι της άρεσαν τα παντελόνια!
Φαντάσου και να έβλεπαν την Τασία! Θα την κλείδωναν στο πατάρι, παρά να την αφήσουν να κυκλοφορήσει με μια κοπέλα που φοράει φούστα σε
μέγεθος ζώνης, δικτυωτό καλσόν και ένα μαντηλάκι για μπλούζα!Αλλά τέτοια ήταν η Τασία και την ίδια δεν την αφορούσε καθόλου….Όπως βολεύεται
ο καθένας….Χαλαρά…..
Ξανακοίταξε το ρολόι της….Μα τι στο διάολο; Υπήρχε κανείς τρελός επιστήμονας που σταματούσε τον χρόνο; Άλλα δέκα λεπτά για το ρημάδι το
κουδούνι και ο καθηγητής ακόμα να λέει…..
Αμάν! Αυτή την Κυριακή είχαν τραπέζι στις γιαγιάδες και στους παππούδες! Άλλο μαρτύριο! Θ’ άρχιζε πάλι η μαμά του μπαμπά τις μπηχτές….
- Μμμμ….καλό το φαγητό σου νύφη μου…..Μήπως όμως είναι λίγο βαρύ; Σου ξέφυγε στο βούτυρο;….Και τα καλύμματα; Τώρα τα πήρατε;
Ακριβά δείχνουν….. Αυτά τα παπούτσια που φοράς είναι άνετα; Στην ηλικία σου πρέπει να προσέχεις για κιρσούς! Και το παιδί σαν χλωμό
μου φαίνεται….Μήπως δεν το ταΐζεις όπως πρέπει; Γάλα του δίνεις;
Και από την άλλη η μαμά της μαμάς….
- Γαμπρέ μου που θα την πας την κόρη μου, το καλοκαίρι; Της φίλης μου ο γαμπρός, της Νίτσας ντε, έκλεισε για Κυανή Ακτή! Και πέρσι την είχε
πάει στην Ιταλία….Εσείς; πάλι στην Πελοπόννησο θα πάτε; Με το αυτοκίνητο που έχετε πάντως, να προσέχετε….Της Νίτσας ο γαμπρός τζιπ
πήρε 4Χ4 και τα Σαββατοκύριακα πάνε στην Αράχοβα για σκι….. Εσύ γαμπρέ μου ξέρεις σκι;
Και αναστενάζει η μαμά και ξεφουσκώνει ο μπαμπάς και κείνη αναρωτιέται για ποιο λόγο γίνονται αυτά τα τραπεζώματα, όπου όλοι βγαίνουν με δυσπεψία
όχι από το φαγητό, αλλά από τις βαριές κουβέντες…..
Είναι μετά και κείνη η μελαγχολία του απογεύματος……Γιατί οι Κυριακές είναι πάντα τόσο μελαγχολικές; Ευτυχώς υπάρχει το τηλέφωνο, αλλά και
γι αυτό φωνάζουν.
- Πάλι μιλάς στο τηλέφωνο; Αμάν πια! Γι αυτό δεν μας φτάνουν τα λεφτά! Όλα στον ΟΤΕ τα δίνουμε! Εκεί και στα κινητά, που ήθελα να
ήξερα ποιος βλάκας τ’ ανακάλυψε και μας έκαψε την γούνα! Ήθελα να ήξερα τι λέτε τόσες ώρες πια και τελειωμό δεν έχετε!
Τι να τους πει; Ότι αν δεν μιλήσει και στο τηλέφωνο θα το πάρει το ταβοράκι της με τους τρελούς που έχει μπλέξει; Που άλλα ήθελαν στη ζωή,
άλλα έκαναν, δεν επαναστάτησαν όταν μπορούσαν και τώρα τους την έχει δώσει που συμβιβάστηκαν και τα βάζουν με τ’ ανήλικα;
Να τους θυμίσει ότι της πήραν το κινητό για να την βρίσκουν ανά πάσα στιγμή και να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο; Τι περίμεναν όμως;
Ότι θα το χρησιμοποιούσε μόνο για να επικοινωνεί μαζί τους; Δεν είχε εκείνη φίλους και προσωπική ζωή;
Χάλια ήταν βέβαια η προσωπική της ζωή, αλλά σε ποιον να το πει και ποιος θα την καταλάβει; Τι να τους πει δηλαδή;
Για τ’ αγόρια που θυμίζουν όλο και περισσότερο Σελτζούκους Τούρκους στην συμπεριφορά; Ότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν πού θα βρουν
σκοτεινή γωνιά να στριμώξουν το κορίτσι που τους ενδιαφέρει υποτίθεται, ενώ στην πραγματικότητα δεκάρα δεν δίνουν για κείνη, παρά μόνο για το
κορμί της, λες και είναι ένα κομμάτι κρέας; Ότι δεν μπορούσες ούτε μια κουβέντα της προκοπής να πεις με κανέναν τους;
Ότι όταν άρχιζαν να μιλούν για αυτοκίνητα, μηχανές και γκόμενες, ξεχνούσαν ότι ήταν και κορίτσια μπροστά και ήταν στον κόσμο τους;
Ότι και κείνη έμαθε να το «παίζει» σκληρή και να προσποιείται ότι δεν είναι ρομαντική, ότι δεν έχει ιδέα τι είναι ποίηση, ότι δεν διαβάζει τίποτα πιο
σοβαρό από την εφημερίδα των σπορ και ότι τρελαίνεται για το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και τις άλλες σαχλαμάρες που είναι τα μοναδικά
τους ενδιαφέροντα;
Αλήθεια γιατί οι γονείς έκαναν τόσο βλακώδεις ερωτήσεις του τύπου: « Τι βρίσκετε και λέτε;» Εκείνοι τι έβρισκαν να πουν με τους δικούς τους φίλους;
Γιατί τα παιδιά τους να μην έχουν το ίδιο δικαίωμα δεδομένου ότι έχουν ευρύτερη θεματολογία και αντίθετα με ότι πιστεύουν οι μεγάλοι, έχουν
μυαλό, καρδιά και αισθήματα!
Μέχρι να περάσεις γενεές δέκα τέσσερις κάθε καθηγητή χωριστά, πάει το μισάωρο….. Μέχρι να κουτσομπολέψεις την Νίκη ας πούμε που έκανε
ανταύγειες και νομίζει ότι της πάνε ενώ γελάει το χείλι κάθε πικραμένου μαζί της, πάει και το άλλο μισάωρο….
Στην συνέχεια να μην πεις στην φίλη σου για εκείνον τον παίδαρο που μετακόμισε απέναντι και κάθε πρωί σηκώνει βάρη με ανοιχτά τα παράθυρα και
τις κουρτίνες;
Να μην την ενημερώσεις για το κατάστημα με τα αξεσουάρ που άνοιξε και έχει κάτι καταπληκτικά σκουλαρίκια;
Να μην κάνετε μαζί όνειρα για το μέλλον και να μην περιγράψεις πώς θέλεις τον άντρα;
Πολύ θέλει η ώρα να περάσει όταν….περνάς καλά;
Να γιατί δεν περνάει η ώρα του μαθήματος……Υπάρχει έστω κι ένας μαθητής σ’ αυτή την υφήλιο, που λέει: « Τι κρίμα! Χτύπησε κουδούνι!» ;
Όλοι το ίδιο αισθάνονται…. Εγκλωβισμένοι…..
Όλοι το ίδιο λένε για την εφηβική ζωή τους που φαντάζει τόσο μίζερη στα μάτια τους……
« Δεν μπορεί…..Θα στρώσει…..»