ΜΙΑ ΚΑΛΗ…..ΜΙΑ ΑΝΑΠΟΔΗ…..
« Μια καλή….μια ανάποδη…..»
Να κόψω τώρα για τον γιακά ή να πλέξω δυο σειρές ακόμα; Άσε να πλέξω λίγο ακόμα μη γίνει κοντό το πουλόβερ και ποιος την
ακούει την κόρη μου πάλι….
« Μια καλή….μια ανάποδη….»
Καλή, καλή, αλλά άμα με πιάσουν τα νεύρα μου δεν θα ξέρουν από πού να φύγουν και η κόρη μου και ο γαμπρός μου!
Γαμπρός να σου πετύχει! Και η κόρη μου όμως, μεγάλο χαϊβάνι….ήμαρτον Κύριε και κολάστηκα…..Κανέναν δεν άκουσε! Τον Παύλο
θέλω και κανέναν άλλον είπε και κουβέντα δεν σήκωσε! Πόσα δεν την είπα!
Πρώτα απ’ όλα είναι ιδιότροπος! Δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό ούτε που να το βάλει στο στόμα του! Όλα φρέσκα τα θέλει! Αν πεις
για το ψωμί…..Πού ακούστηκε να μην τρώμε δεύτερη μέρα το ψωμί; Να το πετάμε δηλαδή; Εδώ κόσμος πεινάει και εμείς το ψωμί
το μπαγιάτικο δεν το ακουμπάμε!
- Βάλτε το στους κεφτέδες μητέρα! Με λέει…
Πόσους κεφτέδες να φτιάξω; Και κάθε μέρα να έχουμε κεφτέδες, πάλι θα περισσέψει τόσο ψωμί!
Κατά τ’ άλλα, ο πληθυντικός μας μάρανε! Νομίζει που θα με ρίξει στάχτη στα μάτια! ….Εμένα! Αμ δεν βρέθηκε άνθρωπος να με
κοροϊδέψει γαμπρέ μου! Εγώ δεν είμαι σαν την κόρη μου, που την ρίχνεις με τις γλύκες…..Το μέσα μου ανακατεύεται όταν τον ακούω!
- Βικούλα δεν μου φτιάχνεις ένα καφεδάκι καρδιά μου;
Και το χαζό η κόρη μου:
- Αμέσως Παυλάκο! Τελειώνω τα πιάτα και στον ετοιμάζω!
Τέτοια, όλη μέρα και εγώ να έχω ξινίλες από τις πολλές αγάπες! Αντί να φτιάξει μόνος του έναν καφέ πρέπει η κόρη μου να
τσακιστεί να του τον δώσει στα χέρια λες και είναι πασάς!
« Μια καλή…..μια ανάποδη….»
Ανάποδη εγώ! Που η φωνή μου εδώ μέσα δεν ακούγεται! Μόνο εκείνη την φόρα που τρόμαξα όταν έπεσε ο γενικός….
Τι θόρυβος ήταν εκείνος Παναγία μου; Νόμισα που έσκασε βόμβα μέσα στο σπίτι! Και γιατί παρακαλώ; Γιατί ο κύριος, ήθελε καλά
και σώνει να φτιάξει την τοστιέρα που χάλασε! Αφού και τα δύο του χέρια, αριστερά του τα έδωσε ο Θεός! Άχρηστος εντελώς!
Μαστόρεψε ότι μαστόρεψε, έναν κόσμο άνω κάτω έκανε, την κόρη μου την είχε να στέκεται στο ένα πόδι, πότε κατσαβίδι ήθελε,
πότε πένσα, πότε δεν ήταν καλό το κατσαβίδι το άλλο ήθελε το ψιλό και στο τέλος είπε που την έφτιαξε….Βάζει την τοστιέρα στην
πρίζα να δει αν δουλεύει…..Κοντέψαμε να γίνουμε κάρβουνο όλοι μας!
Πέρσι αγόρασαν ένα κάδρο….Πήγανε σε μια έκθεση ζωγραφικής και αγόρασαν μια αηδία που με πιάνει το κεφάλι μου όποτε την
βλέπω και θέλησε να την κρεμάσει στο σαλόνι. Πόσα τους είπα, δεν με άκουσαν…..
- Μπρε σεις, αυτό δεν είναι για σαλόνι! Θα το βλέπει ο κόσμος και θα τρομάζει!
- Γιατί μητέρα το λέτε αυτό; με ρώτησε ο….ακατονόμαστος.
- Γιατί αυτός που το ζωγράφισε μεθυσμένος θα ήτανε! Δεν το καταλαβαίνεις και μόνος σου; Κοίτα πού το έχει βάλει το μάτι,
που το πόδι και τι είναι αυτές οι κόκκινες γραμμές;
- Μα είναι μοντέρνα ζωγραφική καλέ μαμά! ….η κόρη μου. Μην τυχόν και της θίξουμε τον άντρα.
- Και όποιος κάνει μοντέρνα ζωγραφική, μπερδεύει πού πάει το χέρι και πού το πόδι; Χάθηκε ένα κάντρο με καμιά βάρκα,
λίγο ήλιο….ή ένα λιβάδι έστω!
- Και τι είμαστε μητέρα; Αγελάδες να θέλουμε πράσινα λιβάδια;
Τι να τον έλεγα; Πως για αγελάδες δεν ήξερα αλλά ένα ήταν το βόδι σ’ εκείνο το σπίτι και η μοίρα μου με είχε καταδικάσει να το
αντικρίζω κάθε μέρα; Δεν μίλησα…. Ανεβαίνει στην σκάλα, μια ώρα συμβούλιο έκαναν οι δύο τους, «όχι λίγο πιο πάνω θέλει»,
« τώρα πιο δεξιά», « ανέβασε το έναν πόντο», στο τέλος την βρήκανε την θέση!
Πάει ο άχρηστος να καρφώσει το καρφί, αντί για το καρφί, δίνει μια στο δάκτυλό του, και μετά η κόρη μου τα έβαλε μαζί μου που
τον έφαγα με την γκρίνια μου! Εγώ έφταιγα που ούτε ένα καρφί δεν ήξερε ο γαμπρούλης μου να βάλει!
« Μια καλή…..Μια ανάποδη…..»
Δεν φταίει όμως κανείς…..Εγώ φταίω! Που παράτησα το ωραίο μου το σπιτάκι και δέχτηκα να μείνω μαζί τους γιατί το σπίτι τους
μια χαρά μεγάλο είναι και αφού έχασα τον άντρα μου να μην είμαι μόνη! Έτσι με είπαν…..Λες και όταν τον είχα, νομίζουν που είχα
και παρέα! Πλάνη! Μεγάλη πλάνη! Το σπίτι μας νερό έβγαζε και τον έπνιγε τον συχωρεμένο…..Μόλις γυρνούσε από το μαγαζί,
έτρωγε, έπινε κοιμόταν και μετά δρόμο για το καφενείο, που ανάθεμα αυτόν που τ’ ανακάλυψε τα καφενεία και έκανε μάνες δίχως
γιους, γυναίκες δίχως άντρες! Τι βρίσκουν και κάνουν σ’ αυτά τα καφενεία, ποτέ δεν κατάλαβα! Ευτυχώς που άλλαξαν οι καιροί και
οι άντρες σταμάτησαν να πηγαίνουν….. Αλλά θα με πεις….Ούτε και αυτό είναι καλό! Ο άντρας μέσα στο σπίτι είναι ο διάολος!
Δεν βλέπω εγώ τον γαμπρό μου; Μόλις σχολάσει, παντόφλα και στον καναπέ! Έρχεται και η δικιά μου και αρχίζουν μαζί να κάνουν
τις δουλειές! Εκεί με έρχεται η μεγάλη ανακατωσούρα! Το στομάχι μου λες και είμαι σε βάρκα γίνεται! Πού ακούστηκε άντρας δυο
μέτρα και να τινάζει τα χαλιά; Προχτές ακόμα τον έβαλε η αθεόφοβη ν’ απλώσει τα ρούχα! Αν έλεγα κάτι τέτοιο εγώ στον
μακαρίτη, καπέλο θα με περνούσε την λεκάνη με την μπουγάδα!
- Μα δουλεύουμε και οι δύο μητέρα! Με δικαιολογήθηκε ο…..άντε να μην τον χαρακτηρίσω και με πούνε μετά κακιά πεθερά.
- Γιατί μπρε; Εμείς στον καιρό μου καθόμασταν; τον ρώτησα. Λίγες δουλειές έχει ένα σπίτι;
- Ναι, αλλά εσείς, δεν δουλεύατε και σε άλλη δουλειά! Το σπίτι ήταν η δουλειά σας. Η Βικούλα έρχεται κουρασμένη…..μόνη να
την αφήσω να κάνει καθαριότητα και εγώ να κάθομαι;
- Και τότε γιατί δεν με αφήνετε να τα κάνω εγώ;
- Γιατί εσείς αρκετά κουραστήκατε στη ζωή σας! Έπειτα και μόνο που μας μαγειρεύετε και βρίσκουμε ένα πιάτο ζεστό
φαγητό όταν γυρίζουμε, είναι μεγάλη υπόθεση!
Πάει να με κάνει τον καλό….κατάλαβες;
« Μια καλή…..Μια ανάποδη….»
Ανάποδη με έλεγε και ο άντρας μου…..Άλλος κι αυτός! Αλλά άμα λες το δίκαιο και το σωστό, ανάποδη γίνεσαι! Τον κόσμο χάλασα να
μην δώσουμε την μεγάλη σ’ εκείνον τον αχαΐρευτο τον Θόδωρο! Κουβέντα δεν ήθελε ν’ ακούσει ο μακαρίτης!
« Μια χαρά είναι το παιδί»! έτσι με είπε και την έδωσε….Χαρά και χαράμι! Που μου πήρε το παιδί και πήγανε λέει στην Κρήτη να
μείνουνε, γιατί εκεί ήταν η δουλειά του και είχε και μεγάλη περιουσία εκεί κάτω! Μετά ο γιος μου παντρεύτηκε την Θεσσαλονικιά
λες και χάθηκαν τα κορίτσια! Τόσος τόπος η Αθήνα, μόνο η Δέσποινα από την Θεσσαλονίκη ήταν για εκείνον και πήγαν να μείνουν
εκεί πάνω! Ο ένας πάνω, η άλλη κάτω, σκορπίσαμε στους πέντε ανέμους και έμεινα κι εγώ εδώ! Μετά συχωρέθηκε και εκείνος
και μετακόμισε ακόμα πιο…. πάνω και να ‘σου η καλή σου να συγκατοικεί με τον γαμπρό! Δεν φτάνει που έχασα τον άντρα μου,
έχασα και την βολή μου! Αλλιώς είναι να μένεις στην ησυχία σου….έπειτα τι; Δεν είμαι μεγάλη! Ούτε τα εβδομήντα δεν πάτησα ακόμα!
Για να λέμε του στραβού το δίκιο, άργησα να την κάνω την Βίκυ…. Τα άλλα είχαν πια μεγαλώσει, αλλά ….έτυχε και μας βγήκε το
στερνοπαίδι…. Ώσπου να την παντρέψουμε, είδαμε και πάθαμε! Ήθελε λέει να σπουδάσει και πήγε και έγινε δασκάλα….
Σιγά το επάγγελμα! Να έχεις πάνω από το κεφάλι σου του ενός και του άλλου τα παιδιά, να σε το κάνουν καζάνι αυτό το κεφάλι και
να γυρίζεις σπίτι σου με πονοκέφαλο! Αλλά ποιος με άκουσε εμένα ποτέ;
Μετά γνώρισε αυτόν τον Παύλο που ήταν λέει κι αυτός καθηγητής……Τι του βρήκε; Τέλος πάντων….
Μέχρι να το πάρουν απόφαση να παντρευτούν, πάτησε η Βίκυ τα τριάντα και εμένα με ζώνανε τα μαύρα φίδια μην με μείνει στο ράφι
σαν τα μπακίρια της συχωρεμένης της γιαγιάς μου! Γι αυτό και δεν επέμενα πολύ που δεν με πολυάρεσε ο γαμπρός….
Είπα: «Από το να μείνει γεροντοκόρη, ας τον πάρει»….Τι το ήθελα; Ο μακαρίτης ο άντρας μου δε, ξετρελαμένος με τον γαμπρό!
« Τι καλό παιδί»! «Τι καλό παιδί»….Όλο αυτό έλεγε, σαν να είχε κολλήσει η βελόνα….
Εμ τώρα να το δεις το καλό παιδί! Όχι που βιάστηκες να σε πάρει ο Θεός να ησυχάσεις και να με αφήσεις εμένα εδώ κάτω
να βασανίζομαι!
Ταξίδι πήγανε το καλοκαίρι και ήθελαν καλά και σώνει να μην μείνω μόνη μου και με έφεραν μια θεία του προκομμένου για να με
κάνει παρέα! Ακούς; Ακούω να λες! Ευτυχώς που η Ευλαμπία ήξερε χαρτιά και περνούσε η ώρα….. Ήτανε και ευχάριστος άνθρωπος
όλο πες και γέλα γιατί την γκρίνια δεν την αντέχω!
« Μια καλή…..Μια ανάποδη….»
Καλή, καλή η Ευλαμπία, αλλά όσο να πεις….ξένη…..Χήρα κι αυτή, σαν και μένα, αλλά ο δικός της ο άντρας, ήταν καλός και την
έβγαζε, την πήγαινε παντού! Δεν ήταν σαν τον δικό μου που μόνο για το μαγαζί του έβγαινε και για το καφενείο! Περιμέναμε να πάει
Σάββατο να με πάει καμιά ταβέρνα, κανένα σινεμά….τέτοια πράγματα….
Ο γαμπρός μου πάλι, είναι άλλος άνθρωπος….περίεργος, μέχρι και στις βόλτες του…..Με την κόρη μου πάνε, λέει, στο Μέγαρο και
ακούνε μουσική….Τι είναι αυτό το Μέγαρο, δεν ξέρω….Στην εποχή μας ο κόσμος πήγαινε στα κέντρα, έπινε, γλεντούσε, χόρευε…..
Δεν τους αρέσουν λέει τέτοια….τόσο ξέρουν τόσο λένε….
Σχεδόν κάθε εβδομάδα πάνε στο θέατρο και μετά με φέρνουν το πρόγραμμα να το διαβάσω και από κει καταλαβαίνω πως ούτε να
δουν ένα έργο δεν ξέρουν….Όλο κάτι περίεργα πάνε και βλέπουν που σε σφίγγουν την ψυχή…..Εγώ πήγαινα και έβλεπα την
Βλαχοπούλου και γελούσα και άνοιγε η καρδιά μου….Πάει κι αυτή….Μήπως όμως έμεινε και κανείς; Όλοι οι καλοί φύγανε και ευτυχώς
που υπάρχει και η τηλεόραση και βλέπω τις ταινίες τους….
Τίποτα δεν έχει και η τηλεόραση πια…..Αν πεις οι ειδήσεις, δεν είναι για να τις βλέπεις….Μαυρίζει το μέσα σου, άρρωστη βγαίνεις,
την ζωή σου δεν θέλεις….
Και ο γαμπρός μου με την κόρη μου την προκομμένη, λες και το κάνουν επίτηδες! Μην χάσουν ούτε λέξη! Στρώνονται μπροστά στην
συσκευή και άμα πάω να μιλήσω όλο «σουτ» και «σουτ» είναι….Μουγκή πάνε να με κάνουν!
« Μια καλή…..Μια ανάποδη….»
Καλή είμαι μόνο για να τους μαγειρεύω εγώ….
- Μητέρα θα μας κάνετε αύριο σουτζουκάκια, που τα πετυχαίνετε τόσο πολύ;
Ο γαμπρός μου είναι αυτός…..Και μετά η κόρη μου φωνάζει ότι με τα φαγητά που τους κάνω, έχουν παχύνει….Πάλι εγώ φταίω
δηλαδή….Πού να βρω το δίκιο μου; Έτσι ξερά θα τα βγάλω τα σουτζουκάκια στο τραπέζι; Να μην κάνω ένα πιλάφι δίπλα; Ένα
μπουρεκάκι να μην τηγανίσω; Μια σαλάτα να μην ετοιμάσω; Μερικούς ντολμάδες να μην βγάλω στο τραπέζι; Εγώ έτσι έμαθα να
κάνω….. Αυτοί που ούτε ένα παιδί δεν μπορούν να κάνουν δύο χρόνια παντρεμένοι, εγώ λέω τίποτα;
……..Σιγά όμως που δεν θα πω! Κάθε μέρα πετάω και από μια κουβέντα…. Τα χρόνια περνάνε και μετά και να θέλεις, δεν μπορείς να
κάνεις παιδιά! Τρέχα στους γιατρούς να δεις χαΐρι! Αυτό θέλουν; Έπειτα κι εγώ, πότε θα προλάβω να χαρώ ένα εγγονάκι; Να του
πω ένα τραγουδάκι, να του πλέξω κανένα ζακετάκι….Ένα παραμύθι να μην πω εγώ στο εγγόνι μου; Τα άλλα μου εγγόνια είναι στην
άλλη άκρη….δεν τα χάρηκα, δεν τα ταχτάρισα…. Αλλά εμένα κανείς δεν με σκέφτεται!
«Να στρώσουν λίγο τα πράγματα» Όλο αυτό με λένε! Άμα περιμένεις να στρώσουν τα πράγματα, άκληρος θα πεθάνεις! Ποτέ δεν
στρώνουν τα πράγματα, πάντα κάτι γίνεται και όλο μένει και πιο πίσω το παιδί!
«Να ζήσουμε κι εμείς λίγο»…Καινούριο είναι αυτό…. Γιατί σε τι θα σ’ εμποδίσει το παιδί να ζήσεις; Την ανάσα σου θα παίρνει για το
φαΐ σου που δεν περισσεύει θα τρώει; Αλλά πού να σας περισσέψουν τα λεφτά από τις βόλτες και τα θέατρα ;
Εμείς ήμασταν οι κουτοί, που στερηθήκαμε και κάναμε τρία παιδιά! Αλλά τότε ο κόσμος είχε μυαλό! Ήθελε οικογένεια δεν είχε το
μυαλό του στις βόλτες! Γι αυτό και μείναμε μια χούφτα οι Έλληνες! Από πού να περισσέψουμε, αφού παντρεύεστε με το ζόρι και
κάνετε ένα παιδί κι αυτό με το ζόρι;
Και το μεγάλο το αυτοκίνητο τι το θέλατε τότε; Με τι θα το γεμίσετε; Ο κόσμος παίρνει μεγάλα αυτοκίνητα για να βάζει τα παιδιά
του και να τα πηγαίνει στη θάλασσα κάθε Κυριακή και μετά να εκνευρίζεται με τις ώρες στην Εθνική οδό στην επιστροφή!
Εγώ τα βλέπω αυτά στην τηλεόραση….. Όλοι οι οικογενειάρχες, με γυναίκα, παιδιά, βατραχοπέδιλα, σωσίβια , κουβαδάκια, όλα μέσα
σ’ ένα αμάξι, να ιδρώνουν και να βρίζουν, σαν πολιτισμένοι άνθρωποι για το μποτιλιάρισμα!
Έπειτα είναι και το σπίτι! Τι τις θέλατε τόσες κάμαρες, άμα δεν είχατε σκοπό να τις γεμίσετε με παιδιά; Εμείς σε τρία δωμάτια
μέναμε με τον συχωρεμένο και δεν σκεφτήκαμε ποτέ να μην κάνουμε παιδιά για να χωράμε καλύτερα!
« Μια καλή…..Μια ανάποδη….»
Καλή τύχη είχε η εξαδέλφη μου η Ασπασία….. Αυτή μάλιστα….. Ο άντρας της ζει και βασιλεύει και τα τρία τους παιδιά κοντά τα έχουν…..
Πέρσι που μπήκε να χειρουργηθεί η Ασπασία για να βγάλει την χολή της, όλα τους επάνω από το κεφάλι της τα είχε….Και τον
γαμπρό και τις νύφες….. Βέβαια εκείνος ο γαμπρός της κομματάκι αγαθός πρέπει να είναι….Σουβλατζίδικο έχει και την έφερε την
άλλη μέρα από την εγχείρηση να φάει σουβλάκια, χειρουργημένη γυναίκα….Μόνο στο κεφάλι που δεν του τα έφερε η Ασπασία και
δίκιο είχε…..
Άτυχη ήμουν πάντως και σ’ αυτό…..Αντί να χειρουργηθώ εγώ, πρόπερσι χειρουργήθηκε ο γαμπρός μου…. Τον έπιασε η
σκωληκοειδίτης του και την έβγαλε… Αντί να με περιποιούνται, όπως την Ασπασία, τρέχαμε για τον Παύλο…..
Το είπα αυτό στην Ασπασία που ήρθε να τον διεί και σήκωσε η Ασπασία το χέρι και με μούντζωσε, δεν ντρέπεται μεγάλη γυναίκα….
Ούτε στο αίμα σου δεν μπορείς να μιλήσεις πια και να σε καταλάβει…..
Πάντως ευτυχώς είμαι γερή…..Τα τρέμω τα νοσοκομεία….Αν πεις για τους γιατρούς, ούτε που θέλω να τους βλέπω….
Και ο γαμπρός μου, ακριβώς επειδή το ξέρει αυτό, όλο σε γιατρούς με τρέχει! Μια να με κάνει εξετάσεις για την καρδιά, μια να
με πάρουν αίμα για άλλες εξετάσεις….. Αφού ξέρει πόσο φοβάμαι τις βελόνες, εκείνος τίποτα!
- Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι είστε καλά μητέρα! μου λέει συνεχώς….
- Η πρόληψη είναι καλύτερη από την θεραπεία! Συμπληρώνει η κόρη μου, μην χάσει!
« Μια καλή….Μια ανάποδη….»
Ακούς να την πει «ανάποδη» η φίλη της η Νίτσα! Ούτε σε συγγενή, ούτε σε φίλο μπορείς πια να μιλήσεις, να πεις τον πόνο σου, σαν
άνθρωπος και να σε καταλάβει!
Είχανε πάει να την δουν την περασμένη εβδομάδα….Εκείνη η καημένη, είναι ανάπηρη, είναι και πολύ μεγάλη…..κοντεύει τα ογδόντα
και την έχουν σε γηροκομείο…..Μόλις της είπε τα παράπονα της, άφρισε η Νίτσα και με έσουρε τα εξ αμάξης, στα καλά καθούμενα!
Και «αχάριστη» με είπε και «εγωίστρια» με είπε και ένα σωρό άλλα…..Επειδή εκείνη είναι σε γηροκομείο, όλους τους άλλους τους
θεωρεί τυχερούς! Να ζούσε εκείνη με τον γαμπρό μου, θα την άρεσε; Δεν νομίζω!
Έπειτα τι έχει το γηροκομείο; Μια χαρά είναι! Καθαρό, ανοιχτόκαρδο, κάνεις φιλίες, λες και μια κουβέντα, περνάει η ώρα….
Εγώ που είμαι όλη την ώρα μόνο με την κόρη μου και τον γαμπρό μου και με βγάζουν την ψυχή με τις ιδιοτροπίες τους, τι να πω;
Ευχαριστώ να πω, που δεν προφταίνω να κάνω «αχ» και με τρέχουν σε γιατρούς να με τρυπήσουν;
Ή μήπως πρέπει να είμαι ευχαριστημένη που δεν μ’ αφήνουν ποτέ μόνη μου, στην ησυχία μου και που φεύγουν για δυο ώρες και με
τρελαίνουν στα τηλέφωνα, δήθεν να δουν ότι είμαι καλά; Εμένα θα με πεις; Για να με τρέχουν στο τηλέφωνο δις και τρις!
Και δεν πρόφτασα να παραπονεθώ, πήγαν και πήραν άλλο τηλέφωνο, χωρίς καλώδιο, ασύρματο το λένε, να το έχω δίπλα μου να
μην σηκώνομαι και βασανίζουμαι χειρότερα με δαύτο! Έτσι και ξεχάσω πού το άφησα, σαν την τρελή γυρνώ μέσα στο σπίτι να το
ψάχνω! Τέτοια μαρτύρια…..
« Μια καλή….Μια ανάποδη…..»
Μπα….πρέπει πια να κόψω….Πουλόβερ φτιάχνω δεν φτιάχνω πετραχήλι….Πού θα το φτάσω;
Πού καταντήσαμε! Να φτιάχνω πουλόβερ για τον γαμπρό! Κατάλαβες;
Αλλά που θα πάει αυτή η ζωή;
« Δεν μπορεί….Θα στρώσει…..»