Βιβλιοπαρουσίαση Το μυθιστόρημα «βεντάλια»
&Βιβλιοπαρουσίαση Όπως είναι γνωστό, ο λογοτεχνικός κανόνας βάσει του οποίου καθορίζονταν τα κριτήρια και η αξία του μυθιστορήματος κατά τον 19ο αι., κυρίως, έπαψε προ πολλών δεκαετιών να ισχύει. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου γνωρίζει ξεχωριστή άνθηση η πεζογραφία, η τύχη ενός βιβλίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η θεματολογία, η αφηγηματικότητα, το ρεύμα της εποχής, η έκδοση, η διαφήμιση κ.ά. Ορισμένα βιβλία γίνονται ευπώλητα κατά περίεργο τρόπο, από μια σιωπηρή διαφήμιση των αναγνωστών. Και ίσως είναι η αποτελεσματικότερη. Οι σκέψεις αυτές γίνονται με αφορμή το μυθιστόρημα της Λένας Μαντά «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» (Ψυχογιός, Αθήνα 2007, σ.594). Είναι το πρώτο που διάβασα τον τελευταίο μήνα (τα άλλα δύο είναι τα: «Βάλς με δώδεκα θεούς» και «Θεανώ, η λύκαινα της πόλης») και το χάρηκα. Έχει πολλά στοιχεία αξιοπαρατήρητα, στοιχεία τεχνικής και αφήγησης, και αυτά θα επιχειρήσω να σχολιάσω. Μια γενική παρατήρηση αφορά την αφηγηματική δύναμη του μυθιστορήματος σε βαθμό που να φέρνει στη μνήμη μας τα μεσοπολεμικά λαϊκά μυθιστορήματα λ.χ. της Ιωάννας Αναγνώστου, που γίνονταν ανάρπαστα και μπέστ σέλερ! Το μυστικό της επιτυχίας τους ήταν η ανταπόκριση που έβρισκαν στην καρδιά και στα όνειρα του αναγνώστη. Εν προκειμένω η ιστορία, στην πραγματικότητα πέντε ιστορίες, πέντε νουβέλες με κοινή αφετηρία, ανοίγεται σα βεντάλια και κυλάει ήρεμα, όπως το ποτάμι δίπλα στο σπίτι, απλά και με φυσικότητα, χωρίς ακατανόητες λογοτεχνικές περιδινήσεις και σκόπιμες τεχνικές φυρονεριές. Η αφήγηση έχει κάτι από παραμύθι, παρότι είναι απόλυτα αληθοφανής η ιστορία. Κρούει τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του αναγνώστη και τον πλημμυρίζει συγκίνηση. Τα πράγματα και οι χαρακτήρες «ωριμάζουν» σιγά σιγά, χωρίς βιασύνες και αφηγηματικά άλματα. Η τεχνική της γραφής καθορίζεται από τη θεματολογία του βιβλίου: Εισαγωγή (σ. 9-12), Τα πρώτα χρόνια (σ. 13-94). Μελισσάνθη (σ. 95-178), Ιουλία (σ. 179 -268), Ασπασία (σ. 269 -350), Πολυξένη (σ. 351-452), Μαγδαληνή (σ. 453 -550) και ο Γυρισμός (σ. 551-594) Το θέμα αναφέρεται στις περιπέτειες που έζησαν οι πέντε ορφανές από πατέρα αδελφές μιας μεταπολεμικής οικογένειας, που ζουν κάπου κοντά στον Όλυμπο, δίπλα στο ποτάμι. Κάθε μια κόρη τράβηξε το δρόμο της ανάλογα με τη λαχτάρα για ζωή και τα όνειρά της. Η επαρχία έχει κλειστούς ορίζοντες και κυριαρχούν η πλήξη και η μοναξιά. Τα πουλιά σαν νιώσουν γερά τα φτερά τους εγκαταλείπουν τη φωλιά και ζητούν την ελεύθερη ζωή. «Δε θέλω να γεράσω σε αυτό το χωριό, ούτε να πάρω έναν αγρότη που θα μου κάνει ένα παιδί κάθε χρόνο και θα δουλεύω μαζί του στα χωράφια» (σ. 67), δηλώνει ξεκάθαρα η Μελισσάνθη, που χαράζει το δικό της δρόμο. Παντρεύεται τον Απόστολο Φατούρο, καπνοβιομήχανο, και ζουν στην Αθήνα. Εκεί γνωρίζει την «καλή κοινωνία», χαρτοπαίζει, συμμετέχει σε δεξιώσεις, πηγαίνει στο Παρίσι, ερωτεύεται τον Άγγελο Φλεριανό, απ’ όπου αποκτά έναν γιό, αλλά χάνει γιο και σύζυγο και μένει μοναχή. Τότε σκέφτεται το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, μετανιωμένη για πολλά. Η Ιουλία παντρεύεται τον Φωκά και ζουν στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς η πεθερά της η Ευανθία, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, ο μοναχογιός της να πάρει μια χωριατοκόρη. Μετά από πολλές ίντριγκες της πεθεράς φεύγει το ζευγάρι για το Καμερούν. Εκεί κάνουν οικογένεια, όπου, εξαιτίας του συνεταίρου του Φωκά, καταζητούνται από την αστυνομία. Ο άντρας της σκοτώνεται και η ίδια σκέφτεται να γυρίσει στην Ελλάδα. Η Ασπασία παντρεύεται τον Σταύρο και ζουν στη Λάρισα, Τύρναβο και τέλος στην Καλαμάτα. Ξυπνάει μέσα της ένα παιδικό όνειρο να γίνει τραγουδίστρια. Έτσι κάθε καλοκαίρι ταξιδεύει Ρόδο, Κρήτη, Πάτρα. Η οικογένεια κλονίζεται και τελικά διαλύεται. Σκέφτεται και αυτή να γυρίσει. Θυμάται τα λόγια της μάνας της: «Αν αισθανθείς τη ζωή να σε παρασύρει, γύρισε πίσω. Μόνο εδώ, στο σπίτι σου, θα εξαγνισθείς». Η Πολυξένη, 20 χρονών, ακολουθεί ένα θίασο, ένα «μπουλούκι», που πέρασε από την πατρίδα της. Όνειρό της να γίνει ηθοποιός, να παίξει θέατρο. Κατέληξαν στην Κυπαρισσία, στην Πελοπόννησο. Πήγε σε μεγαλύτερο θίασο, ήθελε να βγει από την ανωνυμία έπαιξε στον κινηματογράφο, στην Ιταλία γύρισε ταινία, σίριαλ, έπαθε νευρικό κλονισμό… Οι φίλοι της, ο Στάθης και η Μάρθα, σκοτώνονται σε αυτοκινητικό ατύχημα αφήνοντας την κόρη τους Βασιλική στα χέρια της Πολυξένης. Παίρνει την απόφαση να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Η Μαγδαληνή πήγε στο Σικάγο στη θεία Άννα, αδελφή της μητέρας της. Λιν το νέο της όνομα, άρχισε ν’ αλλάζει. Ο θείος της, ο Πίτερ, μέλος της μαφίας, την έμπλεξε με ύποπτα πρόσωπα. Παντρεύτηκε, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι, τον αρχιμαφιόζο Φράνκο Τζότο. Γέννησε ένα γιο και μια κόρη. Άλλαξε η τύχη, όταν πυρπόλησαν το σπίτι τους οι αντίπαλοι και σκότωσαν τον Φράνκο και τον γιο της. Παίρνοντας τη μικρή Θεοδώρα, γύρισε κι αυτή στην Ελλάδα. Η Θεοδώρα, η μάνα των κοριτσιών, δεν παρέλειπε να τους τονίζει ότι η ζωή είναι ένα ποτάμι, σαν το ποτάμι δίπλα απ’ το σπίτι τους. Το σπίτι τους περιμένει. Ξενιτεύτηκαν, διάλεξε η καθεμιά το δρόμο της. «Μόνες τους το ήθελαν και κοίτα τι έγινε… σκέφτεται η Θεοδώρα. Μία μία επέστρεψαν με ζωές άνω – κάτω, με τις ψυχές ρημαγμένες από ατελείωτα λάθη… Από ένα σταυρό κουβαλάει η καθεμιά τους και δεν ξέρω αν τώρα που γύρισαν στην ασφάλεια του γνώριμου, κατάφεραν ν’ αφήσουν αυτόν το σταυρό κάτω και να ξεκουραστούν… να γαληνέψουν» (σ. 588). Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα της Λένας Μαντά « Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» είναι βαθιά ανθρώπινο γι’ αυτό και αρέσει και συγκινεί. Είναι αληθινό. Άλλωστε η αλήθεια της τέχνης είναι και αλήθεια της ζωής.
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
|
|