ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ……
Σηκώθηκε αργά και πλησίασε το παράθυρο……Σκοτάδι ήταν ακόμα…..Καλά-καλά δεν είχε ξημερώσει……Τι τον έπιασε και ετοιμάστηκε
ξημερώματα;Ξαναγύρισε στην θέση του. Τα πόδια του πονούσαν πολύ τον τελευταίο καιρό….
Τι δεν πονούσε όμως; Η μέση του ώρες-ώρες νόμιζε πως θα σπάσει. Και ο ώμος του. Χάλια ήταν….Το χέρι του το αριστερό μούδιαζε τα βράδια και
προχθές είχε σπάσει το ποτήρι που έπιασε για να πιει νερό….Σαν βόμβα έσκασε το αφιλότιμο, αλλά ευτυχώς δεν ξύπνησε κανείς στο δωμάτιο.
Πώς να περνούσαν τώρα οι ώρες; Όλοι οι υπόλοιποι τρόφιμοι του γηροκομείου, δεν θα ξυπνούσαν πριν από τουλάχιστον άλλες τρεις ώρες…..
Δεν τους αδικούσε. Τι να κάνουν να σηκωθούν αξημέρωτα για να ζήσουν μια ίδια μέρα σαν την προηγούμενη, όπου οι δείχτες του ρολογιού δεν
θα κουνούσαν εύκολα από τη θέση τους και που οι δραστηριότητες θα ήταν ίδιες και απαράλλαχτες με της προηγούμενης μέρας αλλά και με της επόμενης.
Πρώτα πρωινό, μετά λίγη άσκηση για όσους την άντεχαν, μετά κανένα ομαδικό παιχνίδι για κάποιους, πρόβα στην χορωδία και φυσικά φαγητό το μεσημέρι.
Κατάκλιση για δύο ώρες, τηλεόραση το απόγευμα ή διάβασμα για όσους ήθελαν, λίγη κουβεντούλα και ίσως περίπατος στον κήπο αν ο καιρός το
επέτρεπε. Το βραδινό φαγητό λιτό και νωρίς….Η ώρα του ύπνου ερχόταν να λυτρώσει από την ρουτίνα και την ανία που αυτή δημιουργούσε…..
Δεν θα έπρεπε να έχει παράπονο…..Ελάχιστοι από τους τριγύρω του είχαν. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι από το υποκατάστατο ζωής που ζούσαν,
πεισματικά αγνοούσαν ότι έμοιαζε απελπιστικά με ωράριο φυλακής χωρίς επισκεπτήριο όμως για τους περισσότερους και δεν ήθελαν να δουν ότι ο
μόνος λόγος αποφυλάκισης, ήταν ο θάνατος.….
Γιατί άραγε έπρεπε να ζήσει τόσο πολύ; Τι είχε αυτός που τον έκανε να φτάσει τα ογδόντα πέντε χρόνια, επιζώντας από πολέμους, κατοχή και
βάσανα δεκαετιών; Κι αν έπρεπε να ζήσει, γιατί να ζήσει μόνος χωρίς την σύντροφό, που για πενήντα και παραπάνω χρόνια είχε σταθεί δίπλα του
βράχος ακλόνητος, λιμάνι απάνεμο και φιλόξενο;
Γνώρισε την Μαρίκα όταν εκείνη ήταν μόνο δέκα έξι χρονών και την αγάπησε με την πρώτη ματιά στο πανηγύρι του χωριού.
Τα μάτια της….Εκείνα τα μάτια της δεν μπορούσε να τα βγάλει από το μυαλό του, όλη την νύχτα….Ήξερε πως δεν θα του έδιναν….ήταν μικρός….αλλά
η αγάπη του ήταν μεγάλη και Ο Θεός ακόμα μεγαλύτερος, έτσι ήξερε….Αυτό που δεν ήξερε, ήταν πως και η Μαρίκα σταμάτησε να κοιμάται από κείνο
το πανηγύρι και μετά και αιτία ήταν ο ίδιος….Δέκα εννιά χρονών ο Θωμάς, ψηλό και γεροδεμένο παλικάρι, της τράβηξε την προσοχή με τις ματιές του
τις φλογερές και ένοιωσε την καρδιά της να κτυπάει δυνατά για το χατίρι του…..
Συναντήθηκαν τυχαία στο λιοτρίβι και παρ’ όλο που ήταν και οι γονείς τους μαζί, εκείνος πρόλαβε να της πει δύο λόγια και να μάθει από τα χείλη της, ότι
τα αισθήματα ήταν αμοιβαία…..
Την ίδια μέρα μίλησε στη μάνα του για να στείλει προξενιό και η απάντηση ήταν όπως την περίμενε….Αρνητική….Δεν του την έδιναν γιατί δήθεν ήταν
μικρή, αλλά εκείνος είχε μάθει ότι την προξένευαν με άλλον πιο μεγάλο και πιο πλούσιο από τον ίδιο…..
Ας ήταν καλά ο ξάδελφός του ο Θανάσης που έμενε χρόνια στην Αθήνα, αλλά εκείνο το Πάσχα, ήρθε στο χωριό. Ο Θωμάς του είπε τον πόνο του, αλλά
και την απόφαση να κλέψει την όμορφη Μαρίκα….Δεν περίμενε την βοήθεια, αλλά ήρθε….Ο Θανάσης είχε φύγει τότε, για να ξεχάσει μια κοπέλα που οι
δικοί της του είχαν αρνηθεί και το ‘χε απωθημένο.
Την έκλεψε την Μαρίκα του….Τον είχε ακολουθήσει χωρίς δεύτερη κουβέντα και βρήκαν καταφύγιο στην μεγαλούπολη με τον Θανάση προστάτη τους.
Σάλος στο χωριό, η πέτρα και τ’ ανάθεμα πάνω τους, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ανατρέψει το τετελεσμένο.Δεν ήξεραν βέβαια, ότι ο Θωμάς, παρ’ όλο
που είχε κλέψει την κόρη τους, δεν είχε απλώσει χέρι πάνω της. Στο μικρό διαμέρισμα του Θανάση, ο ερωτευμένος Θωμάς, κοιμόταν στο πάτωμα,
μπροστά στην κλειστή πόρτα του δωματίου που κοιμόταν η Μαρίκα του περιμένοντας τα νέα από το χωριό που θα έδιναν το πράσινο φως για την
νόμιμη ένωσή τους….
Τον μεσολαβητή τον έκανε φυσικά ο Θανάσης ο οποίος πήγε στο χωριό για να μιλήσει στους άμεσα ενδιαφερόμενους….
- Κακό και ψυχρό αυτό που έκαναν τα παιδιά, δεν λέω, αλλά πρέπει να παραδεχτείτε ότι εσείς τους φτάσατε εκεί! Είπε στους γονείς και των δύο.
Είχαν μαζευτεί στο πατρικό του, σε ουδέτερο έδαφος, για να τους μιλήσει ο μορφωμένος ξάδελφος του απαγωγέα που έμενε στην Αθήνα εδώ και πολλά χρόνια.Οι «συμπέθεροι» δεν μιλούσαν, είχαν τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα και ο Θανάσης συνέχισε.
- Στο κάτω-κάτω, δεν έκαναν και έγκλημα τα παιδιά! Αγαπήθηκαν! Και ο Θωμάς, τίμια σας έστειλε προξενιό και εσείς χωρίς να πάρετε την γνώμη
της Μαρίκας, την τάξατε σε άλλον! Τι να έκαναν;
- Η Μαρίκα είναι παιδί ακόμα! Βρυχήθηκε ο πατέρας της. Εγώ ξέρω το καλό της και μόνο αυτό ήθελα!
- Το ξέρω μπάρμπα! Του είπε ο Θανάσης ήρεμα. Τώρα όμως, τα πράγματα άλλαξαν!
- Και φταίει ο γιος σου γι αυτό! Είχε στραφεί στον «συμπέθερο»…..
- Ο γιος μου στη ζήτησε τίμια, εσύ ήσουν αγύριστο κεφάλι και ήθελες γαμπρό με λίρες και φλουριά! Του είχε απαντήσει ο άλλος.
Ο πατέρας της Μαρίκας, είχε σηκωθεί όρθιος, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια με τον πατέρα του Θωμά, παρ’ όλο που οι γυναίκες τους προσπαθούσαν να
τους συγκρατήσουν.Ο Θανάσης είχε σηκωθεί κι αυτός και το αυστηρό του ύφος, τους είχε κάνει να μαζευτούν λιγάκι.
- Δεν σας έφερα εδώ να τσακωθείτε! Τους μάλωσε. Το γεγονός είναι ότι τα παιδιά είναι μαζί πια , θέλουν να παντρευτούν και να ξαναγυρίσουν
στο τόπο τους να ζήσουν αγαπημένα με όλους σας! Θα δώσετε την ευχή σας να κάνουμε τον γάμο εδώ ή δεν θα τα ξαναδείτε;
Σώπασαν όλοι μπροστά στο ενδεχόμενο που τους πρόβαλε ο Θανάσης και επιτέλους αποδέχτηκαν την ήττα τους….
Είχε παντρευτεί την Μαρίκα του με όλες τις παραδόσεις του χωριού και με γλέντι τρικούβερτο, όπως γλέντι ήταν και όλη του η ζωή μαζί της, όσο
δύσκολα κι αν πέρασαν.
Ο πόλεμος του ’40 τον είχε στείλει στην Αλβανία, αφήνοντας πίσω την όμορφη γυναίκα του, έγκυο έξι μηνών στο πρώτο τους παιδί.Ποτέ δεν θα
ξεχνούσε εκείνη την στιγμή ο Θωμάς. Όλοι γύρω του έκλαιγαν, εκτός από την Μαρίκα. Και όταν τον αποχαιρέτησε αδάκρυτη του είπε:
- Δεν φοβάμαι Θωμά. Σ’ αγαπώ και σε χρειάζομαι κι εγώ και το παιδί και ξέρω πως θα γυρίσεις σε μας γερός και δυνατός. Ο Θεός που μέχρι τώρα ήταν στο πλευρό μας, θα σε φυλάξει….και εσένα και την Ελλάδα μας…Καλή αντάμωση και εγώ θα προσεύχομαι κάθε μέρα!
Πάλεψε με το κρύο, πάλεψε με το χιόνι, πάλεψε με τους Ιταλούς, μετά με τους Γερμανούς και κάθε φορά που τέλειωνε μια μάχη και ήταν γερός, ευχαριστούσε Τον Θεό που τον κρατούσε στα πόδια του.Κάθε βράδυ, κουρασμένος και πεινασμένος, κοιτούσε την φωτογραφία της Μαρίκας που είχε
πάρει μαζί του και αργότερα και του γιου τους που είχε γεννηθεί και δεν ντρεπόταν που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, μετά την συνθηκολόγηση, γύρισε σπίτι του κουρελιασμένος, αδύνατος και ταλαιπωρημένος αλλά τουλάχιστον ζωντανός και οι δύο τους κατάφεραν ν’ αντέξουν και την κατοχή που ακολούθησε…. Με την Μαρίκα έκαναν άλλα δύο παιδιά στα χρόνια που ακολούθησαν. Δύο κορίτσια.
Κανείς δεν συμφώνησε που αποφάσισαν να φύγουν για την Αθήνα, αλλά η Μαρίκα ήταν πάντα δίπλα του, έτοιμη να συμφωνήσει μαζί του και να τον
στηρίξει και πούλησε ακόμα και την προίκα της και του έδωσε τα λεφτά στα χέρια.
Το μαγαζί με τα χρώματα που άνοιξε, ήταν δική της ιδέα και ο Θωμάς πάντα το έλεγε πως αν δεν ήταν η γυναίκα του, δεν θα είχε προκόψει, γιατί
πραγματικά πρόκοψαν. Και το μαγαζί μεγάλωσαν και σπίτι αγόρασαν και τα κορίτσια προίκισαν και ο γιος τους που «έπαιρνε» τα γράμματα είχε
σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και έχτιζε πολυκατοικίες....Tα έβλεπαν τα παιδιά τους και τα χαίρονταν.
Η μεγάλη τους κόρη η Ντίνα, που είχε τ’ όνομα της πεθεράς του, παντρεύτηκε πολύ μικρή, μόλις δέκα οκτώ χρονών, τον Φώτη, που είχε
καθαριστήριο στους Αμπελοκήπους και έκανε και δύο αγοράκια. Η μικρή, η Γιάννα, το στερνοπαίδι τους, παντρεύτηκε έναν που δούλευε στην ΔΕΗ και
το σπιτικό τους το έφτιαξαν στα Πατήσια. Ο Γρηγόρης, ο μοναχογιός τους, πιάστηκε καλά. Είχε μεγάλο σπίτι στους Αμπελοκήπους κι αυτός και
ήταν παντρεμένος με αρχιτεκτόνισσα. Είχαν κι έναν γιο που είχε το όνομα του παππού του….Θωμάς….
Στην αρχή του κακοφάνηκε που άδειασε το σπίτι τους, αλλά η Μαρίκα ήταν πάντα εκεί, να τον παρηγορεί και να δικαιολογεί τα παιδιά που τα έβλεπαν
όλο και πιο σπάνια….
- Έχουν δουλειές Θωμά μου, του έλεγε κάθε φορά που εκείνος παραπονιόταν. Είναι δυνατόν, να τα έχουμε μέσα στα πόδια μας, όπως τότε
που ήταν μικρά;
- Ναι γυναίκα, δεν λέω, αλλά ούτε μια Κυριακή να μην έρχονται να τα βλέπουμε;
- Μα μια Κυριακή έχουν κι αυτά να δουν ένα φίλο, να πάνε μια εκδρομή!
- Εγώ ξέρω ότι τρία παιδιά αναστήσαμε και γερνάμε μόνοι μας σαν τα κούτσουρα!
- Και για να έχεις συντροφιά στα γεράματα τα κάναμε τα παιδιά άντρα μου; τον ρωτούσε εκείνη.
- Δηλαδή εσένα σ’ αρέσει που δεν βλέπουμε ούτε παιδιά ούτε εγγόνια; διαμαρτυρόταν ο Θωμάς.
- Δεν λέω πως μ’ αρέσει, αλλά είμαι λογική και σκέφτομαι και την δική τους την μεριά! Στο κάτω-κάτω, μια χαρά είμαστε, γεροί είμαστε, μας
ξέρουν καλά και κοιτάνε τη ζωή τους, όπως κοιτούσαμε και εμείς την δικιά μας στο καιρό μας! Τον αποστόμωνε η γυναίκα του.
Ευτυχώς που είχε και κείνη…. Ποτέ δεν του χάλασε χατίρι….Ποτέ δεν τον στεναχώρησε….Μόνο όταν έφυγε….Άδειασε ο κόσμος για τον Θωμά. Χάθηκε
το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Βεβαιώθηκε για κείνο που χρόνια υποψιαζόταν…..Χωρίς την Μαρίκα, ήταν άχρηστος….Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει
στο σπίτι, ούτε ένα αβγό να βράσει…. Κανείς δεν τον ρώτησε αν ήθελε να πάει σε οίκο ευγηρίας…….κανένα από τα παιδιά του δεν πρότεινε να τον πάρει
στο σπίτι του….Οι ζωές τους ήταν τακτοποιημένες και τόσο ερμητικά κλεισμένες, που δεν χωρούσε ένας γέρος ογδόντα χρονών….
Πέντε χρόνια τώρα, ήταν εκεί, ανάμεσα σε άλλους τσακισμένους ανθρώπους που είτε ήταν πραγματικά μόνοι, χωρίς παιδιά να τους φροντίσουν είτε σαν
τον ίδιο με παιδιά που η ζωή τους δεν χωρούσε τον γέροντα γονιό τους….Πέντε χρόνια τώρα, έβλεπε τα παιδιά του σπάνια, ακόμα πιο σπάνια από τότε
που ζούσε η μάνα τους. Του τηλεφωνούσαν τυπικά μια φορά την εβδομάδα, του έκαναν τις ίδιες τυπικές ερωτήσεις, αν ήταν καλά, αν χρειαζόταν
τίποτε, έπαιρναν τις ίδιες τυπικές απαντήσεις και ξαναγύριζαν χωρίς τύψεις στις ζωές τους.
Πολύ θα ήθελε να τους πει την αλήθεια, αλλά δεν το έκανε.Πολύ θα ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν καθόλου καλά. Ότι είχε κουραστεί να ζει, χωρίς να
έχει το θάρρος να πεθάνει. Ότι αισθανόταν μόνος και ότι δεν του άρεσε αυτή η πολιτισμένη φυλακή που τον είχαν κλείσει, χωρίς να του πουν ποιο
έγκλημα είχε διαπράξει για ν’ αξίζει μια τέτοια τιμωρία. Ότι ήταν υγιέστατος και το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι οι κινήσεις του δεν ήταν πια τόσο
γρήγορες. Πολύ θα ήθελε να τους αποκαλύψει, αυτό που ίσως αγνοούσαν. Ότι το σώμα γερνάει, αλλά όχι η ψυχή, όχι το μυαλό και
αισθανόταν εγκλωβισμένος σ’ αυτό το γέρικο κουφάρι που δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει σε όσα θα ήθελε ο ίδιος να κάνει……
Ο Θωμάς αναστέναξε και κοίταξε πάλι από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να ξημερώνει επιτέλους αυτή η Κυριακή….
Του είχε υποσχεθεί ο γιος του, ότι σήμερα θα ερχόταν οπωσδήποτε να τον πάρει και θα έτρωγαν όλοι μαζί στο σπίτι του. Θα έβλεπε και τις κόρες του….
Θα ερχόταν όμως; Του το είχε υποσχεθεί και τον προηγούμενο μήνα, αλλά δεν είχε έρθει γιατί κάτι είχε τύχει…..έτσι του είπε και κείνος είχε ξαναβάλει
στη ντουλάπα το καλό του το κοστούμι και είχε αντιμετωπίσει μόνος του, το αίσθημα της απόρριψης που τον περικύκλωσε….εξάλλου δεν ήταν και η
πρώτη φορά…..
Η Χρύσα κάθισε δίπλα του και ο Θωμάς την κοίταξε ξαφνιασμένος. Ήταν….συγκρατούμενή του αλλά σε τίποτα δεν έμοιαζε με του υπόλοιπους εκεί
μέσα. Ήταν εβδομήντα επτά χρονών και γεμάτη όρεξη για ζωή και κέφι. Πού το έβρισκε τόσο κέφι, πάντα απορούσε ο Θωμάς. Πρώτη στο τραγούδι,
πρώτη στο χορό και τις απόκριες, τους είχε ξεσηκώσει όλους να μασκαρευτούν και έγινε ένα γλέντι που κράτησε σχεδόν μέχρι το πρωί και που όμοιό
του, δεν είχε ξαναγνωρίσει το σπίτι τους. βαφε τα μαλλιά της πάντα κόκκινα και ο Θωμάς την είχε ακούσει να λέει: « Είναι τόσο θλιβερό ένα
γερασμένο πρόσωπο και μου φέρνει μελαγχολία! Τουλάχιστον βλέπω τα μαλλιά μου και γελάω!»
Τώρα η Χρύσα τον κοιτούσε χαμογελώντας με καλοσύνη.
- Πες μου ότι πέρασες όλη την νύχτα εδώ! Του είπε.
- Όχι βέβαια! Της απάντησε εριστικά.
- Καλά, μην με δαγκώσεις κιόλας! Από τι ώρα περιμένεις;
- Δεν ξέρω! Δεν είδα το ρολόι!
- Θα έρθουν; τον ρώτησε και η κατανόηση στη φωνή της τον εκνεύρισε περισσότερο.
- Κι εσένα τι σε νοιάζει και ρωτάς;
- Ηρέμισε Θωμά….Οι περισσότεροι εδώ μέσα, γερνούν σ’ ένα παράθυρο, περιμένοντας τα παιδιά τους να θυμηθούν, αλλά τα παιδιά δεν έχουν
καλή μνήμη και το ξέρουμε όλοι. Κι όμως, την επόμενη φορά που θα τους υποσχεθούν ότι θα έρθουν, πάλι στο παράθυρο είναι και περιμένουν…..
- Εσύ ποτέ δεν στάθηκες στο παράθυρο όμως!
- Και ποτέ δεν ήρθε κανείς να με δει! Έτσι δεν είναι;
- Μόνη σου είσαι; Δεν έχεις παιδιά;
- Έχω….Μια κόρη….
- Και πού είναι; Δεν μένει στην Ελλάδα;
Ο Θωμάς πρώτη φορά έμοιαζε να ενδιαφέρεται για κάποιον άλλον και η Χρύσα δεν τον απογοήτευσε. Του χαμογέλασε.
- Μην γελάσεις, αλλά η κόρη μου, μένει δύο τετράγωνα πιο πέρα από δω!
Τώρα ο Θωμάς ανακάθισε και την κοίταξε έκπληκτος.
- Και γιατί δεν έχει έρθει ποτέ να σε δει;
- Δεν ξέρω Θωμά και σταμάτησα πια ν’ αναρωτιέμαι. Ήρθα εδώ, ένα χρόνο πριν από σένα, δηλαδή είμαι εδώ έξι ολόκληρα χρόνια, αλλά είμαι η
μόνη, που ήρθα εθελοντικά!
- Εθελοντικά; Πώς είναι δυνατόν να ήρθες σ’ ένα τέτοιο μέρος με την θέλησή σου;
- Γιατί κάνεις έτσι; Ο άντρας μου πέθανε όταν ήμουν εξήντα εννιά χρονών. Έμεινα μόνη μου, σ’ ένα άδειο διαμέρισμα γιατί η κόρη μου είχε
ήδη παντρευτεί, αλλά με τον γαμπρό μου τα πηγαίναμε από την αρχή, σαν το σκύλο με την γάτα! Δεν τον χώνεψα και δεν με χώνεψε! Ίσως από
την γρουσουζιά του να έπεσα εκείνη την μέρα λίγο μετά τα σαράντα του άντρα μου και να έσπασα το πόδι μου! Με πήραν σπίτι τους και τα
πράγματα έγιναν χειρότερα. Θεωρούσε ότι του έτρωγα το φαγητό άδικα των αδίκων! Τέτοιος καρμίρης είναι! Όπως και να ‘χει, τα μάζεψα
και ξαναγύρισα σπίτι μου, αλλά κάτι είχε αλλάξει. Κατάλαβα ότι τα χρόνια περνούσαν, νεότερη δεν θα γινόμουν, μπορεί να συνέβαινε κάτι
παρόμοιο ή και χειρότερο και δεν θα είχα κανέναν να με φροντίσει. Η κόρη μου είχε διαχωρίσει τη θέση της και ήταν τοποθετημένη στο
στρατόπεδο του άντρα της….Δεν την αδικώ βέβαια….τι να έκανε δηλαδή; Να έπαιρνε αγκαλιά την μάνα της και να χώριζε τον άντρα της επειδή
δεν με άντεχε; Μόλις έγινα εντελώς καλά, πήρα με την σειρά όλους τους οίκους ευγηρίας για να βρω κάποιον που να μου αρέσει…κατέληξα
εδώ! Τους το ανακοίνωσα, πούλησα το σπίτι και κράτησα φυσικά τα λεφτά για την κηδεία μου και ήρθα! Η σύνταξη του άντρα μου και η δική
μου, έφταναν και περίσσευαν για να πληρώσω την διαμονή μου και αυτό είναι κάτι για το οποίο ευγνωμονώ Τον Θεό!
- Για ποιο πράγμα;
- Μα κουτός είσαι; Με φαντάζεσαι να μην είχα και λεφτά; Θα κατέληγα σε κανένα δημόσιο γηροκομείο ή στο πεζοδρόμιο, γιατί βέβαια, δεν
επρόκειτο να δώσει δεκάρα για μένα ούτε ο γαμπρός ούτε η κόρη!
- Γιατί όμως;
- Εδώ έκλαιγε το φαγητό που έτρωγα, θα πλήρωνε για να καλοπερνώ;
- Δεν λέω γι αυτό! Λέω γιατί τα παιδιά μας, μας παράτησαν εδώ και ξέχασαν ότι υπάρχουμε!
- Είναι απλό Θωμά! Η ζωή σήμερα, τρέχει και εμείς σαν γέροι που είμαστε δεν μπορούμε να τρέξουμε! Θα ήμασταν βαρίδια στα πόδια τους!
- Ναι, αλλά είμαστε άνθρωποι Χρύσα! Δεν είμαστε σκουπίδια που τα πετάς από την βάρκα για να πάει αυτή πιο γρήγορα!
Δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Εμφανίστηκε η Ξένια, η υπεύθυνη και τους πλησίασε. Έμοιαζε λυπημένη όταν κοίταξε τον Θωμά και κείνος κατάλαβε.
- Δεν θα έρθει ούτε σήμερα, έτσι δεν είναι; την ρώτησε ήσυχα.
- Κύριε Θωμά, λυπάμαι πολύ….Μόλις μας τηλεφώνησε ο γιος σας….
- Ξέρω….κάτι του έτυχε….
- Ναι….Είπε πως θα σας τηλεφωνήσει για να σας εξηγήσει….
Ο Θωμάς κατέβασε το κεφάλι και η Ξένια έμεινε εκεί μπροστά του, να μην ξέρει τι να του πει, αλλά της έκανε νόημα η Χρύσα να φύγει.
Μόλις έμειναν μόνοι, του έπιασε το χέρι.
- Θωμά…του είπε σιγά και κείνος σήκωσε αργά τα μάτια του και την κοίταξε.
- Κουράστηκα Χρύσα….της είπε απλά. Θέλω να πεθάνω πια…..
- Μην λες κουταμάρες! Τον αποπήρε η Χρύσα. Κι αν θέλεις να ξέρεις, φταις κι εσύ!
- Σε τι φταίω δηλαδή;
- Ε, να! Κρεμάστηκες στα παιδιά σου λες και δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτά!
- Και τι άλλο υπάρχει;
- Η ζωή η ίδια Θωμά! Τόσα χρόνια σε ξέρω και δεν έχεις αλλάξει! Πουθενά δεν συμμετέχεις, ποτέ δεν βγαίνεις μόνος σου, το έχεις πάρει
πολύ στραβά το θέμα!
- Δεν σε καταλαβαίνω! Πού να συμμετέχω δηλαδή; Στην χορωδία;
- Μόνο η χορωδία είναι εδώ; τόσα πράγματα κάνουμε και εσύ πάντα χωμένος σε μια εφημερίδα! Αμ δεν περνούν έτσι οι ώρες καημένε! Και
ούτε είμαστε φυλακισμένοι εδώ μέσα! Σήμερα ας πούμε….Ωραία μέρα είναι, λιακάδα έχει, τι θα έλεγες να πηγαίναμε μαζί μια βόλτα;
- Βόλτα; Πού να πάμε;
- Εδώ παρά κάτω, έχει ένα καφενεδάκι! Πάμε να πιούμε εκεί τον σκέτο μας, να πάρουμε λίγο αέρα, να χαζέψουμε τον κόσμο…..
- Μα δεν έχω βγει ποτέ μόνος μου….
- Κι εγώ μαζί σου δεν θα είμαι; Ούτε θα τρέξουμε τον Μαραθώνιο. Σιγά-σιγά θα πάμε, με το πάσο μας θα γυρίσουμε! Κοίτα λίγο γύρω σου Θωμά!
Αν εσύ κι εγώ ήμασταν….ας πούμε παντρεμένοι!
- Εμείς οι δύο; τι λες;
- Σώπα κι άκου ντε! Αν λέω ήμασταν παντρεμένοι, εσύ είσαι ογδόντα πέντε και γω εβδομήντα επτά! Καλή διαφορά για ζευγάρι, σωστά; Από
υγεία, πέρα από τα συνηθισμένα, μια χαρά είμαστε, θα μέναμε λοιπόν στο σπιτάκι μας, θα πηγαίναμε για τα ψώνια μας, θα βγαίναμε τις βόλτες
μας και θα περνούσαμε ζωή χαρισάμενη! Σωστά;
- Έτσι όπως τα λες…..σωστά ακούγονται…..
- Ε, λοιπόν, πες πως μένουμε σ’ ένα σπίτι, πως είμαστε ζευγάρι και σήμερα που είναι Κυριακή, βγαίνουμε βόλτα! Θα γυρίσουμε να φάμε,
να ξεκουραστούμε και το απόγευμα έχουμε καλεσμένους φίλους μας για να παίξουμε χαρτιά! Πού χωράνε τα παιδιά σου ή η κόρη μου στη ζωή
μας; Κι αν δεν είχαμε καθόλου παιδιά, τι διαφορετικό θα κάναμε; Ξύπνα Θωμά! Με το να λυπάσαι τον εαυτό σου, δεν περνάει καλά η ζωή και
εμείς δεν έχουμε πολλά χρόνια μπροστά μας για να τα σπαταλάμε έτσι! Στο κάτω-κάτω, κι εσύ ακόμα, δεν ήρθες με το ζόρι εδώ! Στο πρότειναν
και δέχτηκες γιατί μόνος σου δεν μπορούσες να ζήσεις! Γιατί λοιπόν να μην χαίρεσαι το κάθε λεπτό σαν να είναι το τελευταίο, αφού αν
το καλοσκεφτείς…..είναι!
Η Χρύσα σώπασε και περιεργάστηκε το προβληματισμένο ύφος του άντρα απέναντί της.
- Πάω να ντυθώ και έρχομαι να φύγουμε! Του είπε αποφασιστικά.
Η μέρα ήταν θαυμάσια. Ο ήλιος τους χάιδευε τις πλάτες και ένα ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι τους αναζωογονούσε. Βάδιζαν αργά και χάζευαν γύρω τους.
Το καφενεδάκι είχε τραπεζάκια στην απέναντι πλατεία και κάθισαν εκεί. Γύρω τους υπήρχαν κι άλλα ηλικιωμένα ζευγάρια και η Χρύσα πρόσεξε πως ο
Θωμάς τους έριχνε κλεφτές ματιές. Μια μπάλα ήρθε στα πόδια του και ένα μικρό κοριτσάκι την ακολούθησε. Ο Θωμάς την έπιασε και την έδωσε
στο κοριτσάκι που του χαμογέλασε πριν φύγει για να συνεχίσει το παιχνίδι του.
- Λοιπόν; τον ρώτησε η Χρύσα. Πώς σου φαίνεται εδώ;
- Είναι πολύ όμορφα….έχεις έρθει κι άλλη φορά;
- Σχεδόν κάθε Κυριακή που φεύγω, εδώ έρχομαι, του απάντησε.
- Η αλήθεια είναι ότι πάντα αναρωτιόμουν που πήγαινες κάθε Κυριακή στολισμένη και γιατί γύριζες τόσο ευδιάθετη, της είπε ο Θωμάς.
- Είχα δίκιο λοιπόν;
- Νομίζω ναι….Αισθάνομαι πάντως σαν σχολιαρόπαιδο που έκανε σκασιαρχείο, της είπε και η Χρύσα γέλασε.
Μπορούσε να είναι αισιόδοξη τώρα πια. Η αρχή είχε γίνει για να βγάλει από το κέλυφος έναν άνθρωπο που είχε κλειστεί σαν στρείδι στην μοναξιά του…..
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε προσπαθήσει, αλλά εκείνος πάντα αρνιόταν την βοήθειά της. Πέντε χρόνια τώρα, όποτε τον πλησίαζε, εκείνος
ήταν αρνητικός, πολλές φορές και κακός μαζί της….
Εκείνη όμως πάντα κατέληγε στην ίδια σκέψη που τελικά είχε γίνει πραγματικότητα….
Πάντα έλεγε: « Δεν μπορεί!.....Θα στρώσει!.......»