ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ
«Αμαρτία εξομολογουμένη….» έλεγε η γιαγιά μου κι εγώ την αμαρτία μου θα την πω, είναι το πρώτο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη που διαβάζω και το έκανα γιατί είχα την Πασχαλία Τραυλού να μου τριβελίζει το μυαλό στην έκθεση στην Θεσσαλονίκη τον Μάιο! Το αγόρασα λοιπόν στο Πήλιο το βιβλίο και το διάβασα σε δύο μέρες!
Η Απολλωνία και η Αργυρένια είναι δύο αδελφές που μεγαλώνουν με την θεία τους την Ντοντώ μετά τον θάνατο της μητέρας τους πάνω στην γέννα της Αργυρένιας. Ο Πατέρας τους μετά την απώλεια της αγαπημένης του γυναίκας, από αξιοσέβαστος γιατρός, καταλήγει ο τρελός του νησιού και τριγυρίζει στις ερημιές. Η Απολλωνία όταν θα χάσει την μητέρα της είναι ήδη 7 ετών, έχει προλάβει να ζήσει την τέλεια οικογενειακή ευτυχία, ενώ η Αργυρένια θα γνωρίσει τον πατέρα ως κωμική φιγούρα και το χάδι της Ντοντώς είναι σπάνιο. Μεγαλώνοντας θα κάνουν τις επιλογές τους. Η Απολλωνία θα φύγει για την Αθήνα ενώ η Αργυρένια θα μείνει με την θεία Ντοντώ μέχρι που θα γνωρίσει τον Μίμη Βενετάτο, γνωστό τραγουδιστή και θα ζήσει μαζί του έναν τρελό έρωτα που θα φτάσει μέχρι τον γάμο παρ’ όλες τις αντιρρήσεις της Απολλωνίας που έχει μάθει ότι ο Μίμης, είναι χαρτοπαίχτης και μέθυσος. Οι δύο αδελφές θα έρθουν σε ρήξη και θα χωριστούν για λίγο, ενώ η Αργυρένια μπλέκει όλο και περισσότερο στα δίχτυα και στις απάτες του Μίμη, ξεπουλώντας την μεγάλη περιουσία που της αναλογεί για να τον σώσει από τα χρέη του. Παράλληλα η Απολλωνία θα δέσει την ζωή της μ’ έναν άντρα που έχει ατυχήσει στον γάμο του και που έχει ένα παιδί με νοητική στέρηση. Είναι επίσης ξεκάθαρο, από την αρχή του βιβλίου, ότι οι δύο αδελφές, στο τέλος της ζωής τους, μένουν μαζί και με συντροφιά τις αναμνήσεις τους.
Δεν θα πω τίποτα άλλο για την υπόθεση που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θαυμάσια δοσμένη! Αλλά θαυμάσια! Μια γλύκα γραφής που σπάνια συναντάς σε βιβλία, γλώσσα ζωντανή και ρέουσα και από τον πρόλογο σας μεταφέρω:
« Πετάξαμε την ζωή μας, τη ρημάξαμε, την ξεπαστρέψαμε, για ένα τίποτα. Γιατί δεν μας άρεσε το «τοπίο» που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.
Κι ύστερα…. Θελήσαμε να την χτίσουμε από την αρχή. Να φτιάξουμε ένα δικό μας τοπίο. Ένα καινούριο κτήριο.
Με τι όμως; Αφού η ψυχή μας δεν διέθετε τα υλικά. Δεν ήξερε να κατασκευάσει το χαρμάνι. Γίναμε εργολάβοι, δίχως να έχουμε ιδέα από οικοδομές. Εμείς μόνο τα σχέδια ξέραμε να κάνουμε. Και όνειρα για ταξίδια.
Είμαστε σπεσιαλίστες στη διακόσμηση. Μόνο που μας έλειπε πάντα το οίκημα.
Δεν βαριέσαι…. Τουλάχιστον καταφέραμε να διασώσουμε ένα πράγμα:
Βαθιά, μέσα στο τσεπάκι της ψυχής μας, κρύψαμε τα ναύλα του ονείρου.
Λίγο το χεις;»
Το βιβλίο είναι απίστευτα τρυφερό χωρίς να χάνει την σκληρότητα όπου αυτό απαιτείται. Είναι οι ήρωες αναγνωρίσιμοι, καταστάσεις που τις ζήσαμε ή τις ακούσαμε κάπου κάποτε. Με κράτησε γερά η ιστορία του, μ’ έκανε να χαμογελώ και να συγκινούμαι κι ας μην συμφωνούσα με την Αργυρένια της Αλκυόνης Παπαδάκη, κι ας αναρωτιόμουν πώς μπορεί μια γυναίκα να είναι τόσο θύμα, την ίδια στιγμή που ήξερα ότι μπορεί… τόσο κι άλλο τόσο…. Δικαίωσα μέσα μου απόλυτα την Πασχαλία, που επέμενε και φυσικά θα διαβάσω και άλλα από τα βιβλία της συγγραφέως, που δεν είναι και λίγα! Δώδεκα τον αριθμό!